Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ART-ACT SFAELOU 3. 11522 ATHENS GREECE CONTEMPORARY ART INSTITUTE ART-ACT SFAELOU 3. 11522 ATHENS GREECE THE CONTEMPORARY ART INSTITUTE ART-ACT SFAELOU 3. 11522 ATHENS GREECE, COLLECTED AND COLLATED INFORMATION (Media) FOR THE WORK OF VISUAL ARTISTS GRADUATES AND STUDENTS OF THE SCHOOL OF FINE ARTS. PURPOSE IS AN ARCHIVE OF RESEARCH AND STUDY. IF YOU ARE INTERESTED SEND POSTAL (NOT REGISTERED, COURIER, WEBSITES, E-MAIL) WHAT YOU THINK YOU HOW TO (BIOGRAPHY, PUBLICATIONS, DOCUMENTS, PHOTOS PROJECTS, DVD, CD-R, LISTS OF REPORTS, etc.). THE MATERIALS WILL NOT BE RETURNED. CHRISTOS THEOFILIS PHONE NUMBER.: 6974540581 ADDRESS .: ART-ACT SFAELOU 3. 11522 ATHENS GREECE ART-CRITIC,CURATOR OF ART EXHIBITIONS,PERMANENT PARTNER OF THE NEWSPAPERS http://www.avgi.GR http://www.kte.gr/ JOURNAL INVESTOR -CULTURE http://www.xronos.gr / http://www.ihodimoprasion.gr/ http://www.edromos.gr/ MAGAZINE INFORMER



Οκτάβιος και Μέλπω Μερλιέ























Αρχειοθήκη ιστολογίου

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Η γενιά της κατοχής / του Δημήτρη Νιάνια 21-12-2007

Αναδημοσίευση από τη «Νέα Πολιτική» με άδεια της διεύθυνσης του περιοδικού



Ίσως η τελευταία σημαντική γενιά που παρήγαγε η νεότερη Ελλάδα να υπήρξε η «γενιά της κατοχής», δηλαδή η γενιά που έζησε στην εφηβεία της τα τραγικά γεγονότα της περιόδου 1936-1946 και προσδιορίσθηκε απ' αυτά, αποκτώντας μία καθοριστική συλλογική εμπειρία.



Χρονολογικά, τα μέλη της γενιάς αυτής γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1920 και 1925, δηλαδή μεταξύ της μικρασιατικής εκστρατείας και της δικτατορίας του Παγκάλου. Το εξαιρετικό μεσοπολεμικό εκπαιδευτικό σύστημα, προϊόν των μεταρρυθμίσεων της βενιζελικής περιόδου, διαμόρφωσε προσωπικότητες με βαθειά παιδεία και ήθος. Οι πρώτες συνειδητοποιημένες εμπειρίες και η φάση της κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης της γενιάς τοποθετούνται στην περίοδο της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.



Η καθοριστική εμπειρία υπήρξε το σαράντα, η γερμανική εισβολή και η κατοχή. Στην κατοχή, τα περισσότερα μέλη της γενιάς της κατοχής συμμετείχαν στο μαζικό αντιστασιακό κίνημα, είτε στα πλαίσια του ΕΑΜ είτε στα πλαίσια άλλων οργανώσεων, όπως η «ιερά ταξιαρχία». Υπήρξαν πολλά θύματα, με επιφανέστερο τον φοιτητή Κίτσο Μαλτέζο.



Μετά την απελευθέρωση, οι μηχανισμοί συνοχής της γενιάς της κατοχής διαλύθηκαν.



Μεγάλο μέρος των μελών της εγκατέλειψε την Ελλάδα για το εξωτερικό (μία μεγάλη ομάδα εκλεκτών νέων αυτής της γενιάς έφυγε με το οπλιταγωγό «Ματαρόα», με υποτροφίες του γαλλικού κράτους, για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι. Πολλοί απ' αυτούς ήσαν εκτεθειμένοι πολιτικά με την αριστερά και κινδύνευαν, διότι στην Ελλάδα άρχιζε εποχή εμφυλιοπολεμικών διώξεων και αλληλοσφαγής).



Ένα άλλο μέρος έμεινε, άλλοι στρατεύθηκαν και πολέμησαν στον εμφύλιο, πολλοί εκ των αριστερών φυλακίσθηκαν και υπέστησαν τις συνέπειες της πολιτικής τους ένταξης.



Από την γενιά αυτή αναδείχθηκαν κορυφαίες προσωπικότητες, όπως (ενδεικτικά) ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Παπαϊωάννου, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ο Ιάννης Ξενάκης, ο αρχιτέκτων Κανδύλης και όλοι οι σπουδαίοι Έλληνες που διέπρεψαν στο μεταπολεμικό Παρίσι, ενώ στην Ελλάδα κορυφαίοι διανοούμενοι και λογοτέχνες αυτής της γενιάς υπήρξαν ο Ρένος Αποστολίδης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, η Κική Δημουλά και πολλοί ακόμη.



Εμβληματικός καλλιτέχνης αυτής της γενιάς είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Παρά τις διαφορές και την έντονη ιδιοτυπία των διανοουμένων και καλλιτεχνών της γενιάς της κατοχής, κοινά χαρακτηριστικά όλων υπήρξαν η ανεξαρτησία του πνεύματος, η εντιμότητα, η εξαιρετική παιδεία, η υψηλού επιπέδου χρήση της γλώσσας, ο πατριωτισμός.



Ένα ενδιαφέρον ζήτημα είναι ο πολιτικός προσανατολισμός αυτής της γενιάς.



Οι κυριότεροι διανοούμενοι αυτής της γενιάς υπήρξαν σημαντικότατοι αντίπαλοι του μαρξισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είτε ήσαν, ως νέοι, αντιμαρξιστές είτε -και κυρίως- είχαν υπάρξει μέλη του ΕΑΜ. Στην Γαλλία, π.χ., τον παραδοσιακό μαρξισμό αποδόμησαν θεωρητικά οι Καστοριάδης και Παπαϊωάννου, επί κατοχής αμφότεροι μέλη οργανώσεων μαρξιστικού προσανατολισμού.



Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η αποτυχία της γενιάς αυτής να συγκροτηθεί σε σώμα και να διαδραματίσει συλλογικά πολιτικό ρόλο, όπως π.χ. η «γενιά του πολυτεχνείου». Μετά την απελευθέρωση, η γενιά αυτή έγινε πανσπερμία, μεγάλο μέρος της ξενιτεύτηκε, όσοι έμειναν στην Ελλάδα ή περιθωριοποιήθηκαν ή συμβιβάστηκαν με τον παλαιοκομματισμό, που παλινορθώθηκε με τις εκλογές του 1946.



Τα ριζοσπαστικά και αναμορφωτικά όνειρα εξαφανίστηκαν στο θολό μετεμφυλιακό τοπίο. Ένα μέρος της γενιάς της κατοχής στράφηκε σε επαναστατική κατεύθυνση. Ήσαν αξιόλογοι άνθρωποι, αλλά πίστεψαν ότι μία στρατιωτική παρέμβαση τύπου Γουδί θα μπορούσε να τους φέρει στην εξουσία, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τον ριζικό μετασχηματισμό, που θα ήταν η απάντηση στην νεοελληνική παρακμή.



Διαψεύσθηκαν οικτρά όταν, αντί για μία επανάσταση τύπου 1909, βρέθηκαν να υπηρετούν μία τριτοκοσμική δικτατορία, που οδήγησε την χώρα στην καταστροφή. Λίγοι ήσαν αυτοί πού είχαν την υπομονή να περιμένουν. Ο Αναστάσης Πεπονής, ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης και μερικοί ακόμη, που δεν εξετέθησαν στην πολιτική προδικτατορικά, συμπεριελήφθησαν στο νεοπαγές ΠΑΣΟΚ (Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ηλικιακά, αλλά όχι οργανικά μέλος της γενιάς της κατοχής, αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα πριν τον πόλεμο).



Στη «Νέα Δημοκρατία» πήγαν ακόμη λιγότεροι. Όλοι όμως διατήρησαν, στους πολιτικούς χώρους που εντάχθηκαν, την ιδιοτυπία τους, την ακεραιότητά τους, την αυτονομία τους και έμειναν μακριά από παλαιοκομματικά ήθη. Ένας από αυτούς, εκ των επιζώντων μιας θυελλώδους εποχής, ο καθηγητής της φιλοσοφίας (και υπουργός πολιτισμού των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή) Δημήτριος Νιάνιας, αφηγείται στην «Νέα Πολιτική».



Νικόλας Γεωργιακώδης







Νικόλας Γεωργιακώδης (ΝΓ): Τα κίνητρα της αντίστασης κατά των κατακτητών πέρασαν μέσα από πολλές διαφοροποιήσεις. Θα θέλατε να μιλήσουμε για τα βασικά ηθικά και ιδεολογικά κίνητρα της αντίστασης και την έκβαση της προσπάθειάς της;



Δημήτριος Νιάνιας (ΔΝ): Ερώτημα δύσκολο και απαιτεί ανάλυση. Θα προσπαθήσω.



Ήταν χρόνια ηθικής και πολιτικής δοκιμασίας, κάτω από συνθήκες συνωμοτικότητας, έλλειψης ελεύθερου λόγου και γενικής υποψίας. Και ο εχθρός -οι Γερμανοί- ήταν παντού.



Η ανάπτυξη πολιτικής κοινωνίας και πολιτικών δυνάμεων, τόσο στο σύνολό τους όσο και για την κάθε πολιτική μερίδα χωριστά, ήταν δύσκολη. Παρ' όλα ταύτα ο αντιστασιακός άθλος ανελήφθη από ενιαία συνείδηση χρέους. Στο σύνολό της, δίνει την εικόνα πανστρατιάς.



Εξ αρχής λοιπόν πρέπει να τονισθεί ότι ήταν το ίδιο βασικό κίνητρο που εκίνησε τους νέους όλων των τάξεων και επιπέδων: φοιτητών, αγροτών, εργατών κ.ά. -η πατριωτική επιταγή. Δεν επρόκειτο περί κατασκευασμένης ιδεολογίας. Επρόκειτο για αρχέτυπο-κίνητρο ιστορικής ζωής, ενσωματωμένο στην ψυχολογική και κοινωνική σύσταση του Έλληνα.



Σήμερα βέβαια, ο πατριωτισμός έχει μπει στην αγορά των αμφισβητήσεων. Grosso modo, θεωρείται –μεταφράζεται- ειδικά ως «επιθετικός εθνικισμός» και είναι αρκετοί διανοούμενοι που προωθούν την ερμηνεία αυτή ως μέρος μιας ιδεολογίας. Η ρητορική της αμφισβήτησης ασκεί γόητρο -επίσης διότι ο «πατήρ» Γκράμσι (Gramsci) συμβουλεύει τη μεταφορά του κοινωνικού αγώνα από τα μέτωπα της ανοιχτής κοινωνικής πάλης και σύγκρουσης, στον χώρο της εννοιολογικής και ρητορικής υπονόμευσης του υποτιθέμενου «εχθρού» -του πατριωτισμού.



Με αυτή την εξίσωση «πατριωτισμού»-«εθνικισμού» δημιουργείται γενικότερα το πλαίσιο προώθησης της παγκοσμιοποίησης -που απεχθάνεται ως διαβολικά εμπόδια τις εθνικές ομάδες, τα εθνικά κράτη, που σημαίνουν εθνικά σύνορα, εθνικές αγορές όσο και εθνικές συνειδήσεις, που προκαλούν διασπάσεις της επιδιωκόμενης ενιαίας καταναλωτικής αγοράς -της ρυθμιζόμενης καταλλήλως- σε «επιτόπια παζάρια» επιτοπίως ελεγχομένων πολιτικών δυνάμεων.



Η μεταεννοιολόγηση του πατριωτισμού ως «επιθετικού εθνικισμού», είναι μεν ανιστορική, αλλά ιδίως διευκολύνει μεταβολές στη συνοχή των εθνικών συνειδήσεων και ως εκ τούτου είναι άκρως επωφελής στον μέγα κόσμο της ελεύθερης οικονομίας.



ΝΓ: Ποιες ήταν οι βαθύτερες καθώς και οι πιο συγκεκριμένες συνθήκες της ομόθυμης συστράτευσης των νέων κατά την κατοχή;



ΔΝ: Τα αίτια αυτά, ήταν προϊόντα του ίδιου πολιτικού κόσμου και των ίδιων πολιτικών βλέψεων. Οι βασικές τραυματικές εμπειρίες είχαν σχηματισθεί σε μια παλαιότερη εποχή (1920-1930) και σε μια νεότερη (1930-1940) και προδιέγραψαν τον τρόπο που θα βλέπαμε από την νηπιακή μας ακόμα ηλικία, το περιβάλλον μας, θα νιώθαμε τον άνθρωπο ως κοινωνική ύπαρξη και θα αντιμετωπίζαμε ψυχολογικά και λογικά τα γεγονότα της ζωής.



Η πρώτη διαμορφωτική εμπειρία ήρθε από την συντριπτική καταστροφή της Μικράς Ασίας.



Σε πολλούς από εμάς που ζούσαμε στα νησιά απέναντι από την Σμύρνη, την Πέργαμο, την Φώκαια, τις Κυδωνίες, η καταστροφή τους ήταν αισθητή -εντονότερη απ' όπου αλλού.



Η τραγωδία ήταν ορατή -απτή, πυρωμένο σίδερο που σφράγισε την συνείδησή μας. Ήταν κάτι περισσότερο από άκουσμα. Τους δρόμους είχαν πλημμυρίσει χιλιάδες ανάπηροι, ρακένδυτοι, περιφερόμενοι, ζητώντας λίγο ψωμί ή έναν οβολό, παιδιά, γέροι, γυναίκες σε απελπισία. Ικέτευαν για ψωμί, ένα σκέπασμα, ένα παιδικό πουκάμισο. Είναι γνωστά σε όλους.



Αργότερα είδα πόσο οι συμφοιτητές μου, απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου, είχαν μέσα τους την ίδια πείρα, της απώλειας: εθνικού χώρου και καταστροφής ολοκλήρων κοινωνιών. Αυτή ήταν η πρώτη, οριστική εγγραφή στην αδιάπλαστη συνείδησή μας.



Μας συνόδευσε ως κίνητρο δράσης στην μετέπειτα εθνική και πολιτική ζωή.



Η δεύτερη εμπειρία ήταν άλλης ποιότητας. Είχε εσωτερική κατασκευή -γέννημα της πολιτικής- και ήταν συγκλονιστικότερη. Ήταν πρωτοφανής και πρωτάκουστος η πράξη που μας την προξένησε: ένα κοινοβούλιο, ελληνικό και δημοκρατικό, μετά συζήτηση και ψήφο, εκήρυξε εκτός νόμου το φρόνημα και το δικαίωμα πολιτικής οργάνωσης μιας νεαρής πολιτικής παράταξης, που συνέβαινε να είναι παράταξη των πιο φτωχών τάξεων -«των ταπεινών και καταφρονεμένων»- εργατών όλων των κατηγοριών απόκληρων. Ήταν ο διαβόητος «ιδιώνυμος νόμος» του 1929, η ντροπή της δημοκρατίας -διεθνώς.



Οι διώξεις -που είχαν ήδη μια προϊστορία- έφθασαν ως τα τελευταία χωριά του Αιγαίου, της Μακεδονίας, της Θράκης, σ' όλη την Ελλάδα.



Τότε κρύφθηκαν στους κόρφους των μαθητών τα βιβλία του Βάρναλη, του Κορνάρου, κ.ά. Παρανομία: τότε γεννήθηκε συστηματοποιημένη. Τα μικρά νησιά γέμισαν από εξόριστους. Και όταν, μετά 10-12 χρόνια, άνοιξαν οι φυλακές, πήραν τα βουνά (1941). Το «δημοκρατικό ιδιώνυμο» είχε ήδη δημιουργήσει μια στρατιά ανθρώπων αποφασισμένων να υπερασπίσουν τις θέσεις τους και να αξιοποιήσουν το σύστημα συσπείρωσης που κατόρθωσαν, με απίστευτη ευφυΐα, να δημιουργήσουν έγκλειστοι στις φυλακές.



Στις φυλακές του Ναυπλίου είχε επιζήσει μικρός αριθμός. Ερχόταν η ώρα τους. Η αντίσταση θα γινόταν μέρος της γενικής τους στρατηγικής, μολονότι στις τάξεις της επέρασαν νέοι, όχι κατ' ανάγκην ομοϊδεάτες αλλά με πρώτο κίνητρο τον πατριωτισμό.



Έτσι, κοντά στον «εθνικό διχασμό», ο ίδιος στο σύνολό του κόσμος, εξαπέλυσε τον κοινωνικό διχασμό. Η διεθνής συγκυρία -διεθνείς πόλεμοι και φασιστική εισβολή- ενίσχυσαν τις επιδιώξεις τους.



ΝΓ: Αυτές οι πρώτες εμπειρίες συναντιόνταν στο να οργανωθεί η αντίσταση, μεταξύ των άλλων και ως έκφραση μιας νέας προσπάθειας ανασυγκρότησης του κράτους και της κοινωνίας;



ΔΝ: Το βασικό ήταν ότι οι όροι της πανελλήνιας αντίστασης κατά των κατακτητών στο σύνολό της ενέκλειαν την δυνατότητα να μεταβληθεί σε «μεγάλη ευκαιρία» πολιτικής επικράτησης για έναν από τους μετόχους της. Και γρήγορα άρχισαν να διαφαίνονται τάσεις σε βουνά και πόλεις, αυτής της επιδίωξης.



Ένας νέος διχασμός είχε εγκατασταθεί. Το κοινωνικό όμως αίτημα δεν μπορούσε να επικρατήσει επάνω στο εθνικό. Όπως και δεν έγινε αυτό ούτε στην Γαλλία, ούτε στην Ιταλία. Λάθος επιλογή, λάθος στον χρόνο, στο φρόνημα, στις παρατεταγμένες δυνάμεις και στα όπλα τους, στις διεθνείς συγκυρίες και στη συμμαχική υποστήριξη.



Έτσι, ο κοινωνικός διχασμός δεν αντιμετωπίσθηκε ούτε δυναμικά, ούτε ιδεολογικά. Αντίθετα, όταν μέσα από την αρχική πρόθεση (1941-44) μετεβλήθη αργότερα (1946-49) σε επιδίωξη μέσω ένοπλου «δημοκρατικού στρατού», η λύση απέτυχε. Εξ άλλου, ο εθνικός διχασμός έσπρωχνε σε ασυνεννοησία τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, των οποίων, πάντως, ο πατριωτισμός δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Αλλά ο διχασμός, διχασμός!



Η μεταβολή στο όλο τοπίο εξελισσόταν γρήγορα την περίοδο της κατοχής. Και όταν οι επιχειρήσεις εκκαθάρισης αντιπάλων -ή πιθανών αντιπάλων- μεταφέρθηκαν στα μετόπισθεν, στις πόλεις, υπήρξε ένδειξη ότι ένοπλη σύρραξη επέρχεται. Η αντίσταση οριστικοποιεί τα δικά της μέτωπα στα βουνά και τις πόλεις. Τώρα, η ετικέτα «προδοσία» μπορούσε να επικολληθεί παντού: σε ομάδες, σε στελέχη όλων των ιδεολογιών ανεξαιρέτως κομμάτων, σε ενέργειες, καταστάσεις ακόμα και σε υψηλόβαθμα στρατιωτικά πρόσωπα.



Και αυτό έγινε ευκολότερο όταν οι Γερμανοί βρήκαν εύκολα σύμμαχους μέσα στις λαϊκές τάξεις της κακουχίας, της υπαίθρου και των Αθηνών. Αλλά η μεγάλη καμπή σημειώθηκε στην μετα-αντιστασιακή περίοδο. Και ήταν η προέκταση στον μετασχηματισμό του «δημοκρατικού στρατού», που διακηρύχθηκε ανοικτά ως κομματική πρωτοβουλία.



Αυτό επιβεβαίωσε την αρχική εκτίμηση για το αριστερό κίνημα και τις αρχικές αντστασιακές του προθέσεις. Οι νέοι, πάντως, εξακολουθούσαν να προσέρχονται στα πεδία της θυσίας, να πιστεύουν σε κάποιο όραμα -πολιτικά νόμιμο και ευεργετικό- το οποίο συγκινούσε, κάτω από το σκότος και πέρα από τον κοινό στόχο της πάλης κατά των ξένων. Να πιστεύουν ακόμα στην αξιοποίηση των θυσιών τους στην Αλβανία και αλλού, στην στρατηγική σημασία της μάχης της Κρήτης και στις αναμενόμενες επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας.



Η στάση του πολιτικού αστικού κόσμου, μέσα στη μεγάλη χοάνη του αντιστασιακού πατριωτισμού, είχε ελάχιστη πραγματική δύναμη ή απήχηση. Ο παλαιός εθνικός διχασμός -που ήταν γέννημά του- φαίνεται να παίζει ρόλο στους υπολογισμούς του. Αλλά η νεολαία οιασδήποτε παράταξης ήταν μακριά του. Ένα σχήμα ανανεωμένης προσέγγισης είχε προτείνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Αλλά δεν ήταν πια η ώρα για να ακουσθεί.



Ο χάρτης μιας επερχόμενης αντιπαράθεσης είχε σχηματισθεί, πολύ πριν λήξει η περίοδος της αντίστασης κατά των ξένων, δηλαδή προ του 1944. Στο τραπέζι των αποφάσεων των αστικών κομμάτων έπαιζε επίσης ρόλο το χαρτί των προσωπικών προκαταλήψεων, αναμνήσεων και αντιπαθειών.



Ένα παράδειγμα (εκ προσωπικής μου πείρας): ο Καφαντάρης δεν ήθελε ούτε ζωγραφιστό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε δραπετεύσει στην Αίγυπτο, οργάνωσε έναν τύπο συνένωσης πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είχε προηγουμένως αποστείλει μια μακρά, πλατειάς όρασης έκθεση στο συμμαχικό στρατηγείο, για λύση των αδιεξόδων της αντίστασης και συγκρότησης της μεταπολεμικής-ελεύθερης πολιτικής ζωής.



Η συμφωνία του Λιβάνου φάνηκε να υποτάσσει τα προσωπικά πολιτικά συμφέροντα στο εθνικό συμφέρον, και όλα τα στρατιωτικά τμήματα στο κοινό συμμαχικό στρατηγείο (Καζέρτα). Έτσι, η ώρα της επίσημης αναγνώρισης από τη συμμαχία της συμβολής και χρησιμότητας κάθε μιας από τις ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις είχε φθάσει.



Μέσα σ' αυτήν και οι αντιστασιακές οργανώσεις της πόλης αποκτούσαν ένα ηθικό όπλο και σαφή σκοπό. Και, όπως απεδείχθη, και διπλωματική αξία για τις δυσκολίες των συνθηκών της απελευθέρωσης. Υπήχθησαν και αυτές στο γενικό στρατηγείο -όπως κι εκείνες των βουνών- και τους ανετέθη κανονική στρατιωτική αποστολή, κατά τις θεοσκότεινες νύχτες της εκκένωσης των Αθηνών (Οκτώβριος 1944).



Οι οργανώσεις αντίστασης των Αθηνών ήταν πολλές. Η σύγκρουση μεταξύ τους απεδείχθη αναπόφευκτη -κάτω, ιδίως, από συνθήκες υπόγειας αντίστασης και υποχθόνιας υπονόμευσης. Δεν υπήρξε βέβαια ποτέ πλήρης και πειστική περιγραφή των συνθηκών σύγκρουσης, ούτε αντικειμενική επιδίκαση ευθυνών.



Οργανώσεις, πάντως, όπως «πανελλήνιος ένσωσις αγωνιζομένων νέων» (ΠΕΑΝ), «ιερή ταξιαρχία», ΡΑΝ και ΕΣΑΣ, δεν μετείχαν στον «εμφύλιο της πόλης» ενώ οι συγκρούσεις των «δεκεμβριανών» λογαριάστηκαν ως παραβίαση των δεσμεύσεων που επέβαλλε στρατιωτικώς η «Καζέρτα» και πολιτικώς η Γιάλτα.



Οι δύο πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις (ΠΕΑΝ και «ιερή ταξιαρχία») ήταν αποκλειστικώς δημιουργήματα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ενώ στις άλλες δύο τα κύρια στελέχη ανήκαν συχνά στους φίλους του. Η ενωτική ιδεολογία του αξέχαστου καθηγητή συγκινούσε τους νέους και μία μικρή έκδοση με τίτλο «Θα σας πω την αλήθεια» τους είχε συναρπάσει.



Βέβαια, κοινό χαρακτηριστικό όλων των αθηναϊκών σχηματισμών ήταν τα άνετα περιθώρια στα οποία μπορούσαν να κινηθούν τα μέλη τους σε άλλες συγγενείς οργανώσεις. Και ο ρόλος τους ήταν κυρίως η στήριξη του ηθικού του πληθυσμού με παράνομο τύπο, διακηρύξεις, τοιχοκολλήσεις αντιστασιακών μηνυμάτων και συνθημάτων -το σύστημα είχε τεράστια επιτυχία.



Ο τίτλος της ΡΑΝ (Ρωμυλία, Αυλών, Νήσοι) μιλούσε για την επιδίωξη της πολιτικής της -και μετά τον εξοπλισμό της από τους συμμάχους, πριν από την αποχώρηση των Γερμανών (θέρος του 1944), της είχε ανατεθεί ο ρόλος της διαφύλαξης της τάξης, όπως είπαμε, στις αινιγματικές εκείνες νύχτες της αποχώρησης των Γερμανών. Ο οπλισμός παρεδόθη στο κράτος και οι νέοι της, ήρεμοι, όπως και τα μέλη του «ιερού λόχου» της Ηπείρου, που ήταν δημιούργημα του ΕΣΑΣ και της «ιερής ταξιαρχίας», επέστρεψαν στις δουλειές τους.



ΝΓ: Ποια ήταν η κατάληξη της όλης αντίστασης;



ΔΝ: Ως προς τους νέους: αυτοί εκπλήρωσαν το τίμημα μιας αδιέξοδης εθνικής αντίστασης, η οποία τελικά εις ουδέν επέτυχε. Οι δε χιλιάδες νεκροί της προστέθηκαν σ' εκείνους της Αλβανίας, που επίσης δεν βρήκαν δικαίωση.



Η δεκαετία 1940-50, γεννημένη στο αίμα, πήγε ιστορικά τελείως χαμένη. Μέσα σ' αυτήν την σκοτεινή εικόνα των 30-35 ετών, ψυχώσεις, συμφέροντα, βλέψεις, παροξυσμοί έκαναν τις επιλογές τους. Ανακήρυξαν μάρτυρες, ήρωες, κατέταξαν «προοδευτικούς» και «συντηρητικούς» και εξακολουθούν να στήνουν ανδριάντες, ηρώα, μνημεία, που μιλούν συνήθως διαφορετική γλώσσα.



Στο επίπεδο της δημόσιας ζωής -εθνικής και πολιτικής- τα αποτελέσματα ήταν: η απώλεια του κλίματος διαλόγου μεταξύ ιδεολογιών. Η απώλεια της ειρηνικής ανανέωσης της πανεπιστημιακής και κοινοβουλευτικής ζωής και της ριζικής αναβάθμισης των οικονομικών του κράτους και της κοινωνίας και η καταβολή τόσου αίματος χυμένου εις μάτην και ουδέποτε αξιοποιηθέντος -από κανέναν.



ΝΓ: Σε όλη αυτή την διαδρομή 60-70 ετών, ο στρατός έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο. Θα θέλαμε ένα σχόλιό σας.



ΔΝ: Το χαρτί του στρατού θα χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως στον πολιτικό ανταγωνισμό επί 60 χρόνια, έως το 1974. Η μεταβολή του ρόλου του και η δράση του στους εσωτερικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς, μονιμοποιεί την σύρραξη μεταξύ δύο πολιτικών παρατάξεων.

Η κατάσταση αρχίζει με την δημιουργία του κράτους της Θεσσαλονίκης (1916). Θα ενισχυθεί από την δύναμη που θα αποκτήσει με την συμμετοχή του στον Α' παγκόσμιο πόλεμο.



Ο διορισμός αρχιστρατήγων εμπιστοσύνης -για τους σχεδιασμούς της πολιτικής ηγεσίας- θα επιτείνει τη πολιτική «σταδιοδρομία» του στρατού στο σύνολό του. Η εκστρατεία στη Μικρά Ασία θα είναι ένα παράδειγμα.



Και ακολουθεί ο καταιγισμός των στρατιωτικών κινημάτων. Το κίνημα του 1922-23 των Πλαστήρα-Γονατά, η δικτατορία του Παγκάλου, τα κινήματα του 1933-35, η δυναμική επέμβαση του Κονδύλη (1935).



Η παράδοση αυτή διαπέρασε όλα τα χρόνια και έφθασε έως την δικτατορία των συνταγματαρχών (1967). Στο μεταξύ, τα πρόσωπα δύο μεγάλων στρατιωτών, του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη και του στρατηγού Αλεξάνδρου Παπάγου, κατέλαβαν τα ανώτατα αξιώματα: προέδρου δημοκρατίας και πρωθυπουργού, ενώ ο στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς, διοργάνωσε τον στρατό που ενίκησε τους Ιταλούς.



Όχι ότι τα πράγματα από την άλλη πλευρά έτυχαν ικανών χειρισμών, παρά την συνδρομή ευνοϊκών γι' αυτήν περιστάσεων. Αποφάσεις και πρακτικές στον πολιτικό, στρατιωτικό και διπλωματικό τομέα της πολιτικής τους, στηρίζουν την άποψη αυτή. Στον πολιτικό τομέα, πολιτικοί αρχηγοί και στελέχη επιρροής κηρύσσονται -υπό καθεστώς εμφυλίου πολέμου- ιδεολογικά ύποπτοι και προδότες και αντικαθίστανται. Αλλά είναι κάτω από την εξουσία αυτών, που διεξήχθη ο αιματηρός αγώνας οκτώ ετών.



Στον στρατιωτικό τομέα, η τύχη των μονάδων και η διεξαγωγή των επιχειρήσεων από τάγματα, συντάγματα και μεραρχίες, παραδίδονται στις εμπνεύσεις και τις ικανότητες κατωτέρων στρατιωτικών στελεχών (μονίμων ή εφέδρων) και συχνά σε τυχαίους πολίτες, με μόνα εφόδια την αφοσίωση στο κόμμα και την αποδοχή τους ως πρόσωπα. Υπ' αυτές τις συνθήκες επρόκειτο να αντιμετωπισθεί ένας κρατικός στρατός οργανωμένος σε μεταφορές, διαβιβάσεις, εφοδιασμό, πολυβόλα, αεροπορία και με την πρακτική ανανέωσης και ηγεσίας μέχρι της τελικής αναθέσεώς της στου Α. Παπάγο;



Στον διπλωματικό τομέα η τραγική κατάσταση είναι χειρότερη: απέτυχε η πρόβλεψη της κινητοποίησης του ξένου παράγοντος –όπως και της αντίδρασης των δυτικών- της ουσιαστικής αρνητικής στάσης της ΕΣΣΔ, του παράγοντος της Γιουγκοσλαβίας και της απουσίας συνδρομής εξ άλλων χωρών -κατά το ισπανικό πρότυπο.



Τέλος, στο μετεμφυλιακό καθεστώς η αποτυχία έφθασε μέχρις απελπισίας στον χειρισμό των προσφύγων και στην διάθεση τους να παραμείνουν σε ξένες χώρες.



ΝΓ: Ένα τελικό συμπέρασμα;



ΔΝ: Μολονότι είμαι πρόθυμος να διορθώσω τις σκέψεις μου και να επανορθώσω λάθη συλλογιστικής, πρέπει να υποστηρίξω τα ακόλουθα: η αστική ελληνική δημοκρατία παρήγαγε δύο διχασμούς και αλυσίδα στρατιωτικών κινημάτων και απέτυχε παταγωδώς.



Ήταν η δημοκρατία που αναζητεί τα στρατιωτικά δεκανίκια. Εξάλλου, η σοσιαλιστική επιχείρηση δημιουργίας άλλου τύπου κράτους, παρήγαγε πόλεμο και ανανεωμένο διχασμό.



Η αποτυχία υπήρξε συγκλονιστική. Με αυτές τις μνήμες και τις εμπειρίες, κατά την μεταπολίτευση, και σε απόλυτα ελεύθερο πλαίσιο δημοκρατικής έκφρασης -που για πρώτη φορά στην νεότερη ελληνική ιστορία κατοχύρωσε την λειτουργία της δημοκρατίας- ανεδείχθη μια τρίτη πολιτική πρόταση, ένα νέο σχέδιο εξαγγελιών και προθέσεων. Το 1981 σάρωσε τον παραδοσιακό χώρο αριστεράς και δεξιάς.



Υπ' αυτές τις συνθήκες τώρα, αναζητούμε τρόπους επιβίωσης εντός ενός κόσμου μεταβαλλόμενου, αδίστακτου ανταγωνισμού δυνάμεων και διακρατικών ραδιουργιών.



--------------------------------------------------------------------------------
Ο Δημήτριος Νιάνιας είναι καθηγητής φιλοσοφίας, πρώην στέλεχος της «Νέας Δημοκρατίας», πρώην βουλευτής, ευρωβουλευτής και υπουργός
για την υπεράσπιση του Καστοριάδη

by Θ. 11:23am, Saturday March 8 2008
(Modified 11:27am, Saturday March 8 2008)
μια απάντηση του Γιώργου Οικονόμου σε όσα καταμαρτυρά ο Φ. Τερζάκης στον Καστοριάδη

(Δημοσιευμένο στο Αντί, 17/6/2005. Υπάρχει αναδημοσιευμένο σε ηλεκτρονική μορφή στο http://autonomyorbarbarism.blogspot.com , απ' όπου και το αντιγράφω. Εκεί θα βρείτε επίσης το λινκ για τη συνέχεια της απάντησης του Οικονόμου στον Τερζάκη που έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό Νέα Κοινωνιολογία):
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


Για το βιβλίο του Φ. Τερζάκη,
Το πνεύμα στην εξορία, Παπαϊωάννου-Καστοριάδης-Αξελός
Έρασμος, Αθήνα, 2003, σ. 69

Το βιβλιαράκι αυτό του Φώτη Τερζάκη (εφεξής ΦΤ) έχει πολλά προβληματικά σημεία, τουλάχιστον όσον αφορά αυτά που γράφει για τον Καστοριάδη, τα οποία διακρίνονται από μια προσπάθεια υποτιμήσεως της αξίας και της προσφοράς του. Θα εξετάσουμε μόνο μερικά από αυτά λόγω περιορισμένου χώρου. Κατʼ αρχάς όσον αφορά αυτό που γράφει για την «εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ρητορική υπεράσπισης του δυτικού πολιτισμού» εκ μέρους του Καστοριάδη (σ. 57). Σο σημείο αυτό ο ΦΤ έχει σύγχυση και δεν διακρίνει τι ακριβώς υπερασπίζεται ο Καστοριάδης απο τον ελληνο-δυτικό πολιτισμό. Πράγματι ο Καστοριάδης δεν τον υπερασπίζεται συλλήβδην, αλλά μόνο τις δημοκρατικές κατακτήσεις, ελευθερίες, και δικαιώματα, την κριτική σκέψη και αμφισβήτηση, την χειραφέτηση των γυναικών και της νεολαίας, τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους, των οποίων δημιουργός και φορέας είναι αυτός ο πολιτισμός (ο όρος «αστικό» που χρησιμοποιεί ο ΦΤ δεν είναι του Καστοριάδη και δημιουργεί συγχύσεις, σ. 56). Με άλλα λόγια ο Καστοριάδης υπερασπίζεται το πρόταγμα της αυτονομίας και της δημοκρατίας, το οποίο δημιουργήθηκε εντός αυτού του πολιτισμού και σε κανέναν άλλον. Αντιθέτως καταγγέλλει την άλλη πλευρά του που είναι ο καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, η εκμετάλλευση, η καταπίεση, η αλλοτρίωση, η ψευδοορθολογικότητα, η κατανάλωση, η τηλεθέαση και η ιδιώτευση των ατόμων. Ό Καστοριάδης επίσης είναι ο πρώτος που καταγγέλλει τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα - που αυτοχαρακτηρίζονται και θεωρούνται απο πολλούς δημοκρατίες - ως ουσιαστικές ολιγαρχίες. Αλήθεια τι γνώμη έχει επʼ αυτού ο ΦΤ, και γιατί αποφεύγει επιμελώς να τοποθετηθεί; Δεν υπερασπίζεται αυτές τις κατακτήσεις; Δεν συμφωνεί ότι τα πολιτεύματα αυτά είναι ολιγαρχίες;

Αναφέρεται ο ΦΤ στην «κατʼ ουσίαν δικαιολόγηση της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ» (το 1991) εκ μέρους του Καστοριάδη (σ. 57), χωρίς πάλι να αναφέρει τις πηγές του. Προκαλώ τον ΦΤ να αναφέρει την πηγή του δημοσίως, αρκεί να μην συγχέει την αιτιολόγηση με την δικαιολόγηση- πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνα με πολλούς νεοέλληνες.

Ο ΦΤ κάνει χρήση των διαισθητικών του ικανοτήτων και διαπιστώνει δήθεν στον Καστοριάδη, την τελευταία δεκαετία της ζωής του, «μια ορισμένη κόπωση, μιαν αδιόρατη απογοήτευση απέναντι στην παρούσα πραγματικότητα των δυτικών κοινωνιών...» (σ.59). Το γεγονός ότι ο Καστοριάδης διαπιστώνει την έκλειψη του προτάγματος της αυτονομίας, την φρενήρη εξάπλωση της κατανάλωσης και της τηλεθέασης, την γενικευμένη αδιαφορία των δυτικών κοινωνιών για τα κοινά, δεν σημαίνει ότι γίνεται «όλο και λιγότερο βέβαιος» για την πραγμάτωση του προτάγματος. Ουδέποτε ο Καστοριάδης έθεσε το ζήτημα της αυτονομίας με τους όρους που το θέτει ο ΦΤ – αισιόδοξος και απαισιόδοξος, βέβαιος και αβέβαιος- αλλά με τους όρους ʽδυνατόʼ και ʽαδύνατοʼ . δηλαδη το πρόταγμα της αυτονομίας είναι πάντοτε δυνατό για τον Καστοριάδη, και αυτο υπεστήριξε μέχρι το τέλος της ζωής του. Άλλωστε λίγους μήνες πριν τον θάνατό του σχεδίαζε μαζί με άλλους την έκδοση μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού, το οποίο δεν θα ήταν θεωρητικό όργανο, αλλά μια προσπάθεια διαυγάσεως και επεξεργασίας της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας των τελευταίων χρόνων, και σύνδεση της με την πραγματικότητα της εποχής του (το 1996).

Ούτε επίσης ο Καστοριάδης πίστευε ότι το πρόταγμα είναι «ουτοπικό», όπως υπαινίσσεται ο ΦΤ (σ.59), αλλά εφικτό και ρεαλιστικό απο την στιγμή που αυτό είναι δημιουργία της ελληνο-δυτικής ιστορίας, ανήκει στην παράδοσή μας, απο την στιγμή που υπήρξε μερική πραγμάτωσή του στην αρχαία δημοκρατία και τους Νέους Χρόνους με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, τις αστικές επαναστάσεις, όπως και τις νεώτερες μορφές του με το εργατικό κίνημα, τα κινήματα της δεκαετίας του ʼ60, το κίνημα των γυναικών, το οικολογικό κίνημα κλπ. Όλα αυτά άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στους ανθρώπους και στους θεσμούς και ενσαρκώθηκαν σε δικαιώματα, ελευθερίες, χειραφετήσεις, ουσιαστικές συζητήσεις που παραμένουν ανοικτές και ζητούν τους συνεχιστές τους.

Το εγχείρημα υποτιμήσεως του Καστοριάδη εκ μέρους του ΦΤ περατούται με το «μείζον επιχείρημα» του, που είναι ορισμένες θέσεις του βιβλίου Μπροστά στον πόλεμο (1981). Όμως πάλι ο ΦΤ κατά την προσφιλή του μέθοδο δεν αναφέρει συγκεκριμένες θέσεις, παρά ομιλεί γενικώς και αορίστως περί διαψεύσεως των «στρατηγικών εκτιμήσεων» του Καστοριάδη (σ. 58). Όπως θέτει το ζήτημα ο ΦΤ, είναι ως να υπήρξαν άλλοι αναλυτές που επαληθεύθηκαν στις εκτιμήσεις τους, πράγμα που δεν ισχύει, αφού ουδείς αναλυτής, στοχαστής, πολιτικός ή άλλος επιστήμων προέβλεψε ή ανέμενε την εξέλιξη των γεγονότων στην πρώην ΕΣΣΔ, όχι μόνο το 1980 αλλά ούτε επίσης το 1985.

Αυτο όμως που είναι απαράδεκτο είναι η αυθαίρετη εικασία του ΦΤ, χωρίς τεκμηρίωση και στήριξη, ότι «τα στοιχεία που παραθέτει ο Καστοριάδης φωτογραφίζουν ακριβώς τις διεθνείς εκτιμήσεις του Πενταγώνου» και ότι «ο Καστοριάδης δεν αποκλείεται να επέτρεψε στον εαυτό του να χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς στοιχεία τα οποία άφηναν οι Αμερικανικές Υπηρεσίες να φθάσουν ως αυτόν, ελπίζοντας βεβαίως απο την δική τους πλευρά ότι θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν» (σ.58). Κατʼ αρχήν τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο Καστοριάδης στο βιβλίο του δεν τα έλαβε απο τις Αμερικανικές Υπηρεσίες, αλλά απο επίσημες και ανεπίσημες έγκυρες διεθνείς δημόσιες πήγες, τις οποίες αναφέρει στο βιβλίο του ρητώς και αναλυτικώς- οι πάντες δύνανται να τις ελέγξουν-, και τις οποίες χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν και άλλοι. Δεύτερον μπορεί να μας εξηγήσει ο ΦΤ πώς χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί τον Καστοριάδη, στο διάστημα ʼ81- ʼ91 και να δικαιολογήσει την «αθέμιτη συστράτευση» που του αποδίδει; Είναι λίγο δύσκολο εξάλλου να φαντασθούμε τις Αμερικάνικες Υπηρεσίες να ασχολούνται με τον Καστοριάδη, και με την διοχέτευση πλαστών πληροφοριών έτσι ώστε αυτές να φθάσουν σʼ αυτόν, ο οποίος να τις γράψει και εν συνεχεία... κ.λπ. Θυμίζει ολίγον τι σενάριο ψυχροπολεμικής ταινίας με τον πράκτορα 007, και φυσικά την περίφημη συνομωσιολογία των διεθνών υπηρεσιών, στην οποία αρκούντως με περισσή ευκολία επιδίδονται πολλοί νεοέλληνες.

Επι πλέον είναι γνωστό ότι ο Καστοριάδης απο πολύ νωρίς ασχολείται με την ανάλυση της ΕΣΣΔ ή Ρωσίας, ήδη από το 1949 στα κείμενα του στο Socialisme ou Barbarie, και κατά διαστήματα επανέρχεται, και της ασκεί παντοιοτρόπως κριτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Καστοριάδης είχε «φιλοδοξία να γίνει σύμβουλος της διεθνούς πολιτικής» (sic) όπως νομίζει ο ΦΤ (σ. 58), ούτε την δεκαετία ʼ50 και ʼ60 – που ουδεμία υπηρεσία ασχολείτο μαζί του ούτε επίσης περισσότερο την δεκαετία ʼ80. Απλώς ο Καστοριάδης θεωρεί ότι είναι έργο άξιο του φιλοσόφου να ασχολείται με την ανάλυση και διαύγαση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και όχι μόνο με τα αφηρημένα προβλήματα του είναι, της υπάρξεως ή της αλήθειας. Αν και μερικές φορές οι πολιτικές εκτιμήσεις δύνανται να διαψευσθούν, όπως άλλωστε έχει παραδεχθεί και ο ίδιος ο Καστοριάδης. Το πεδίο αυτο ασφαλώς δεν είναι εύκολο αλλά ο Καστοριάδης αναλαμβάνει το ρίσκο, εν αντιθέσει με άλλους στοχαστές που απέχουν σκανδαλωδώς όχι μόνο απο την πρακτική δράση αλλά και την πολιτική και κοινωνική ανάλυση, την κριτική των συγχρόνων πολιτευμάτων και πρακτικών (Σημειωτέον ότι ο Παπαϊωάννου απείχε απο αυτά, και ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο απο ό,τι ο Καστοριάδης). Ο Καστοριάδης δεν είναι ο θεωρητικός του γραφείου και ο ακαδημαϊκός φιλόσοφος του Πανεπιστημίου. Είναι ο στοχαστής που τοποθετείται απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που συγκλονίζουν την εποχή του, παίρνει θέση, αναλύει, μάχεται. Αυτή άλλωστε η ενασχόληση του Καστοριάδη με τα πολιτικά ζητήματα του έδωσε μια ιδιαίτερη θέση στην πνευματική και πολιτική ιστορία. Τέλος ας μην ξεχνάμε ότι ο αγώνας του Καστοριάδη θεωρητικός, πολιτικός και πρακτικός κατά του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού και ιμπεριαλισμού συνέβαλε σημαντικώς στην απαξίωση και την ιδεολογική και ηθική κατάρρευσή του.

Είναι εμφανές ότι εδώ ασχολούμαστε με τις απόψεις του ΦΤ που αφορούν τον Καστοριάδη μόνο, και όχι με άλλες απόψεις του, όπως λ.χ. το ότι φαίνεται να πιστεύει ότι κάθε «πολιτισμικός κόσμος» βαδίζει στα «ιστορικά πεπρωμένα του» (σ. 21). Η αντίληψη αυτή είναι ξεπερασμένη στην φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πολιτική . δεν υπάρχει πεπρωμένο και μοίρα, απλώς οι πολιτισμοί αναδύονται, σχηματίζουν την ταυτότητά τους και... υπάρχουν. Το «πεπρωμένο» παραπέμπει σε κάποια τελεολογία, σε κάποια βούληση ή μοίρα, πρόνοια ή σχέδιο, προερχόμενα δήθεν απο την Φύσιν, τον Θεό, τον Λόγο ή τους «νόμους της ιστορίας». Παραθέτουμε λοιπόν, τελειώνοντας, ορισμένες ανακρίβειες και λάθη που υπάρχουν στο βιβλιαράκι του ΦΤ:

Ο Καστοριάδης κατά τον ΦΤ για «ένα μεγάλο διάστημα, στη Γαλλία πλέον, θα παρέμενε στην ακτίνα δράσης του επαναστατικού τροτσκισμού» (σ. 16). Η αλήθεια είναι ότι παρέμενε δύο περίπου έτη (1945-47) στο τροτσκιστικό κόμμα- δηλαδή στην ηλικία των είκοσι έξι (26) ετών αποχωρεί οριστικώς και διαρρηγνύει τις σχέσεις του με τον τροτσκισμό. Συνεπώς όταν εκδίδει το Socialisme ou Barbarie (1949) δεν συνδέεται με τον τροτσκισμό, όπως πιστεύει ο ΦΤ (σ.37).

Ο ΦΤ λέει ότι ο Καστοριάδης στα τέλη της δεκαετίας του ʼ60 διετύπωσε την κριτική του μαρξισμού ως «ιδεολογία της ετερονομίας» (σ. 19). Η αλήθεια είναι ότι η κριτική αυτή διατυπώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ʼ60. Το σχετικά κείμενα του Καστοριάδη είναι: «Το επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό» (1960), «Να ξαναρχίσουμε την επανάσταση» (1964), «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία» (1964-65). Βεβαίως η κριτική του Καστοριάδη όσον αφορά τις απόψεις του Μαρξ για την πολιτική και την οικονομία (Κεφάλαιο) χρονολογούνται απο την δεκαετία του ʼ50, όταν δηλ. άρχισε και η κριτική του Παπαϊωάννου.

Το περιοδικό Socialisme ou Barbarie, εκδιδόταν την περίοδο 1949 -1965 και όχι την περίοδο 1948-1966 που αναφέρει ο ΦΤ (σ. 37). Επίσης τα κείμενα του Καστοριάδη της περιόδου αυτής έχουν εκδοθεί όχι μόνο σε δύο (δίτομα) έργα, όπως αναφέρει ο ΦΤ (σ.43), αλλά και σε άλλα τέσσερα έργα: Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση (δύο τόμοι), Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, Η Γαλλική κοινωνία. Επίσης Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας εξεδόθη στα γαλλικά το 1975 και όχι το 1974 που γράφει ο ΦΤ - και στα ελληνικά το 1981 και όχι το 1978, όπως γράφει ο ΦΤ (σ. 46). Το βιβλίο Μπροστά στον πόλεμο δεν είναι δίτομο, όπως γράφει ο ΦΤ (σ. 57) αλλά μόνο ένας τόμος - δεύτερος δεν εκδόθηκε ποτέ.

Ο Ιάννης Ξενάκης δεν διέφυγε στην Γαλλία το 1945 με το πλοίο «Ματαρόα», όπως γράφει ο ΦΤ (σ. 10), αλλά δυό χρόνια αργότερα το 1947.

Τέλος ο ΦΤ γράφει ότι ο θάνατος του Καστοριάδη «έγινε δεκτός με προσποιητή συγκίνηση απʼ όλους, φίλους και εχθρούς, απο εκείνους που μοιράστηκαν μαζί του οράματα και σκοπούς...» (σ. 34). Αυτή η απόλυτη γενίκευση είναι βεβαίως μία υποκειμενική αυθαιρεσία, αστήρικτη και αδικαιολόγητη, και είναι επί πλέον μειωτική και υβριστική για τους φίλους, μαθητές και συνοδοιπόρους του μεγάλου φιλοσόφου και αγωνιστή, που πράγματι διαπιστώνουν με ολοένα και περισσότερη οδύνη την απουσία του σε αυτούς τους αφάνταστα δύσκολους και κίβδηλους καιρούς. Σε αυτά, συνεπώς, που γράφει ο ΦΤ για τον Καστοριάδη υποβόσκει αφʼ ενός μεν κάποια εμπάθεια - είναι ως να ενοχλείται που ο Καστοριάδης υπήρξε μεγάλος και επικίνδυνος στοχαστής και αφʼ έτέρου κάποια έπαρση, και προσπαθεί παντοίω τρόπω να τον μειώσει, να τον «αποκαθηλώσει», χωρίς στήριξη και επιχειρηματολογία.
http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/2008/02/blog-post_8718.html
Πέθανε το πρωί της Παρασκευής, σε ηλικία 93 ετών, στην Αθήνα, όπου έζησε και έδρασε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο πανεπιστημιακός, διανοούμενος και φιλέλληνας Ροζέ Μιλλιέξ. Το όνομά του είναι για την Ελλάδα άρρηκτα δεμένο με τον τόπο και τους ανθρώπους. Αγάπησε και θαύμασε τον ελληνικό λαό, την ελληνική Αντίσταση κατά των Γερμανών, αγωνίστηκε και αυτός μαζί, υποστήριξε τα δικαιώματα του κυπριακού λαού, έδωσε διαλέξεις και δημοσίευσε πολλά άρθρα για να κάνει γνωστή τη σύγχρονη Ελλάδα και να φέρει σε επαφή τον πνευματικό κόσμο της Γαλλίας και της Ελλάδας, σε εποχές δύσκολες για τη χώρα μας.
Την αγάπη του για τη χώρα μας απέδειξε τόσο από τη θέση του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου στα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα, την αντιστασιακή του δράση κατά των Γερμανών κατακτητών, τη θέση του ως μορφωτικού ακολούθου της γαλλικής πρεσβείας στη Λευκωσία, όσο και από το γάμο του, το 1939, με τη συγγραφέα Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά.
Γεννήθηκε το 1913 στην Αθήνα και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Αιξ της Προβηγκίας και στη Σορβόννη. Το 1936 διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας.

Το 1941 ανέλαβε τη διεύθυνση του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, τα χρόνια της Κατοχής πήρε μέρος στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και το 1945, μετά τα Δεκεμβριανά, υποστήριξε και βοήθησε νέους, αριστερούς διανοούμενους να φύγουν με υποτροφία του γαλλικού κράτους στη Γαλλία, διασώζοντάς τους από καταδίκες και το εκτελεστικό απόσπασμα.
Το υπό πορτογαλική σημαία πλοίο «Ματαρόα» είχε εκείνη τη χρονιά ταξιδέψει, μεταφέροντας κάποιες δεκάδες υποτρόφων, που οι περισσότεροι εξελίχθηκαν σε κορυφαίες φυσιογνωμίες, ο καθένας στον τομέα του: Σβορώνος, Μακρής, Καστοριάδης, Ζενέτος, Ξενάκης, Κρανάκη, Αξελός.

Στο Γαλλικό Ινστιτούτο τον διαδέχθηκε το 1945 ο Οκτάβιος Μερλιέ, του οποίου ο Μιλλιέξ παρέμεινε στενός συνεργάτης έως το 1959, χρονιά κατά την οποία διορίστηκε στη Λευκωσία για να οργανώσει την πρώτη γαλλική μορφωτική αποστολή στην Κύπρο, όπου και παρέμεινε για 12 χρόνια. Δημιούργησε το Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο στη Λευκωσία και τμήματα της Alliance Francaise σε όλες τις πόλεις της Κύπρου.

Φίλος του Μακάριου, αγωνίστηκε με πάθος για δικαιώματα του κυπριακού λαού. Το 1971 διορίστηκε διευθυντής του Γαλλικού Μορφωτικού Κέντρου της Γένοβας στην Ιταλία και παράλληλα εισήγαγε τη διδασκαλία της νεοελληνικής στο ιταλικό Πανεπιστήμιο της Γένοβας. Το 1975 επέστρεψε στην Ελλάδα.

Σε όλη του τη ζωή έδωσε πολλές διαλέξεις, δημοσίευσε άρθρα και μελέτες, προβάλλοντας στη Γαλλία, την Κύπρο και το Κυπριακό, τον αντιστασιακό αγώνα της Ελλάδας κατά των μαζί, όπως τον έζησε έχοντας πάντα στο πλευρό του τη γυναίκα του, Τατιάνα.

Μαζί πέτυχαν μια σημαντική δωρεά έργων τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη από κορυφαίους καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Ματίς και πολλοί άλλοι.
Ο Ροζέ Μιλλιέξ εξελέγη το 1982 αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, όπως και της πατρίδας του, της Μασσαλίας, και το 1986 ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Συλλυπητήρια μηνύματα απέστειλαν μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας της χώρας.

Η γαλλική πρεσβεία και το Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας εξέφρασαν σε συλλυπητήριο τηλεγράφημά τους «τη βαθιά τους θλίψη για το θάνατο του μεγάλου φιλέλληνα, πανεπιστημιακού, συγγραφέα και θερμού υποστηρικτή των ελληνογαλλικών σχέσεων, Ροζέ Μιλλιέξ».
Τη βαθύτατη θλίψη της κυπριακής κυβέρνησης και του κυπριακού λαού για το θάνατο του Ροζέ Μιλλιέξ εξέφρασε σε γραπτή δήλωσή του ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος.
Ο κ. Παπαδόπουλος επισήμανε ότι ο Μιλλιέξ, '«μια εξέχουσα φυσιογνωμία των γραμμάτων και του πολιτισμού, ταυτίστηκε με την πνευματική Κύπρο και συνέβαλε στην ενδυνάμωση των πολιτιστικών δεσμών μεταξύ Κύπρου και Γαλλίας».
«Ο θάνατός του» προσέθεσε, «στερεί το νησί μας από έναν ειλικρινή λάτρη της πολιτισμικής του παράδοσης και δημιουργίας και από έναν ένθερμο υποστηρικτή των δικαίων και δικαιωμάτων του».
Πηγή: voiceofgreece.gr
Κρανάκη, Μιμίκα Ι. | Kranaki, Mimika I.


Σύντομη βιογραφία: Μιμίκα Κρανάκη (1922-2008). Η Μιμίκα (Δήμητρα) Κρανάκη γεννήθηκε στη Λαμία, κόρη του αξιωματικού Ιωάννη Κρανάκη και της Δέσποινας το γένος Μακροπούλου -αδερφής των Ιωάννη Μακρόπουλου, υπουργού της αντιβενιζελικής παράταξης και Δημητρίου Μακρόπουλου, μεγαλοεπιχειρηματία-, η οποία πέθανε όταν η συγγραφέας ήταν τεσσάρων χρόνων. Τα παιδικά της χρόνια πέρασε στην Αθήνα κοντά στους αδερφούς της μητέρας της. Φοίτησε στο Παρθεναγωγείο του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συνδέσμου και στο Αρσάκειο και σπούδασε νομική και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1937-1942) και πιάνο και αρμονία στο Ωδείο Αθηνών (1942-1945). Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας συνελήφθη για συμμετοχή σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις (1937 και 1939), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στο Κ.Κ.Ε., από όπου διαγράφτηκε το 1947 μαζί με τους Κώστα Παπαϊωάννου και Άδωνι Κύρου. Τον Δεκέμβριο του 1945 ανέβηκε, μαζί με άλλους νέους Έλληνες επιστήμονες και καλλιτέχνες, στο πλοίο "Ματαρόα" και με τη βοήθεια υποτροφίας του Γαλλικού Ινστιτούτου έφυγε για τη Γαλλία. Έκτοτε έζησε στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλοσοφία με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, πραγματοποίησε έρευνα στο C.R.N.S. (1949-1957), και μετά από την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της με τίτλο "Emil Lask et le neocantisme" εργάστηκε ως καθηγήτρια γερμανικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Nanterre (1967-1985) και απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Υπήρξε επίσης συνεργάτιδα του τηλεοπτικού σταθμού "France - Culture". Παντρεύτηκε το συγγραφέα και καθηγητή φιλοσοφίας Yvon Belaval, από τον οποίο χώρισε το 1967. Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1933 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στο περιοδικό "Διάπλασις των Παίδων", ενώ το 1944 και το 1945 δημοσίευσε δύο κοινωνιολογικές μελέτες στο Αρχείο Κοινωνιολογίας και Θεωρίας των Επιστημών. Το 1947 εξέδωσε στην Αθήνα το μυθιστόρημά της "Contre temps" (γραμμένο στο ελληνικά στο Παρίσι) και τρία χρόνια αργότερα τη συλλογή από νουβέλες "Τσίρκο". Μετά την εγκατάστασή της στο Παρίσι πραγματοποίησε δημοσιεύσεις, μεταφράσεις και εκδόσεις στα γαλλικά. Η τελευταία της εμφάνιση στο χώρο της ελληνόφωνης λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1993 με την έκδοση του μυθιστορήματος "Φιλέλληνες" ("Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας"). Το 2003 στο περιοδικό "Διαβάζω", και στη συνέχεια το 2004, σε μορφή βιβλίου, εξέδωσε δώδεκα αυτοβιογραφικά κείμενα με τίτλο "Αυτογραφία" (εκδ. Ίκαρος). Η Μιμίκα Κρανάκη ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς, ειδικότερα σ’εκείνους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα λόγω πολιτικών φρονημάτων και έκτοτε έζησαν ή ζουν σε χώρες της Ευρώπης. Το ελληνόφωνο πεζογραφικό έργο της κινείται στα όρια ανάμεσα στη ρεαλιστική και τη νεωτερική γραφή με έντονη παρουσία στοιχείων λυρικής και μουσικής διάστασης του λόγου. Στους "Φιλέλληνες", η Κρανάκη εξετάζει το θέμα της νοσταλγίας των ελλήνων διανοουμένων του εξωτερικού και της ιδιότυπης σχέσης τους με τη νεοελληνική πραγματικότητα. Πέθανε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 2008. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Μιμίκας Κρανάκη βλ. χ.σ., "Κρανάκη Μιμίκα", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 5, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Κοτζιά Ελισσάβετ, "Μιμίκα Κρανάκη", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67", τ. Ε΄, σ.8-25, Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και Κούρτοβικ Δημοσθένης, "Μιμίκα Κρανάκη", στο "Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς: ένας κριτικός οδηγός", σ.130-131, Αθήνα, Πατάκης, 1995.



(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Ο Καστοριάδης είχε θέσει µε ιδιαίτερη δριµύτητα το θέµα του νοήµατος αλλά και του µέλλοντος της καλλιτεχνικής δηµιουργίας πολύ προτού ξεσπάσει η διαµάχη για «την κρίση της σύγχρονης τέχνης». Η παρούσα κατάρρευση της καλλιτεχνικής δηµιουργίας είχε βαριές επιπτώσεις τόσο για το παρελθόν όσο και για το µέλλον. Για το παρελθόν, καθόσον «η ζωντανή µνήµη του παρελθόντος και ο σχεδιασµός ενός εκτιµηµένου µέλλοντος εξαφανίζονται ταυτόχρονα». Δυστυχώς, στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και µέχρι σηµέρα, δεν µεσολάβησε τίποτα που να ακυρώνει τη διάγνωση του. Πολλά από τα κείµενα που περιλαµβάνονται στην παρούσα συλλογή (µε θέµα τη µουσική, τη λειτουργία της κριτικής, την τέχνη ως «παράθυρο πάνω στο χάος») προεκτείνουν τις σκέψεις του συγγραφέα σχετικά µε τις σχέσεις που υπάρχουν ανάµεσα στην πολιτισµική δηµιουργία, στη δηµοκρατική κοινωνία και στο αίνιγµα του έργου τέχνης.


Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922- Παρίσι, 26 Δεκεµβρίου 1997) ήταν έλληνας φιλόσοφος, οικονοµολόγος και ψυχαναλυτής. Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσµιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστηµών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονοµίας, υπήρξε ένας από τους µεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα. Πρωτοήρθε σε επαφή µε την µαρξιστική σκέψη και την φιλοσοφία ταυτόχρονα σε ηλικία 13 ετών, οπότε και γεννήθηκε και το ενδιαφέρον του τόσο για την σκέψη όσο και για την πολιτική. Η πρώτη ενεργός ανάµιξη και δραστηριοποίηση του στην πολιτική, ήρθε όταν επί δικτατορίας Μεταξά (1937) προσχώρησε στην ΟΚΝΕ. Ενεγράφη στο κοµµουνιστικό κόµµα και το 1941 και λίγο µετά την αρχή της κατοχής συγκρότησε µαζί µε άλλους νέους µία οµάδα που εναντιωνόταν στο σωβινιστικό προσανατολισµό του ΚΚΕ. Το 1943 προσχώρησε στην τροτσκιστική οµάδα του Σπύρου Στίνα, πράγµα που είχε ως συνέπεια τη δίωξή του όχι µόνο από τους Γερµανούς αλλά και από το ΚΚΕ. Το 1944 γράφει τα πρώτα του κείµενα για τις κοινωνικές επιστήµες και τον Μαξ Βέµπερ (Max Weber), τα οποία δηµοσιεύει στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής.Σπούδασε αρχικά νοµικά και οικονοµικά στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Κατά τα Δεκεµβριανά, αποδοκίµασε την στάση του ΚΚΕ και, στη συνέχεια, µετέβη µε το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα από τον Πειραιά στο Παρίσι όπου έµελλε να εγκατασταθεί µόνιµα.
Θεοφάνης Τάσης: ο πολιτικός Καστοριάδης και η πολιτικοποιημένη διανόηση

Ανανέωσε το επαναστατικό πρόταγμα

Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΜΑΛΛΟΝ ΔΙΑΔΕΔΟΜΕΝΗ, Η ΟΠΟΙΑ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΡΝΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΩΣ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
ΤΩΝ ΜΟΪΚΑΝΩΝ. Ή ΜΑΛΛΟΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΩΣ ΤΗ
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΜΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΗΣ
ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ ΠΟΥ, ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ, ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ
ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΤΑ ΟΠΛΑ
Είναι προφανές πως ο γεννημένος το 1922 στην Κωνσταντινούπολη διανοητής, ο οποίος στα δεκαπέντε του χρόνια ήταν ήδη μέλος της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος, για να προσχωρήσει το 1943 στην τροτσκιστική ομάδα του «επαναστάτη Σπύρου Στίνα», δεν μπορούσε να διανοηθεί μια ζωή εκτός πολιτικής. Επικηρυγμένος από την ελληνική κυβέρνηση το 1945, υπότροφος όμως της γαλλικής χάρη στον Οκτάβιο Μερλιέ, θα ταξιδέψει μαζί με τον Παπαϊωάννου, τον Αξελό, τον Ξενάκη, την Κρανάκη και άλλους «Ματαρόα» και θα εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου το 1948 θα ιδρύσει το περιοδικό «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».
Για την ίδρυση του περιοδικού μιλάει ο ίδιος στην Άνοδο της ασημαντότητας:
«Το φθινόπωρο του 1948, όταν οι τροτσκιστές απεύθυναν στον Τίτο που τότε τα είχε χαλάσει με τη Μόσχα, την τερατώδη αλλά και γελοία πρόταση να σχηματίσουν μαζί του ένα ενιαίο μέτωπο, αποφασίσαμε να κόψουμε τις σχέσεις μας με το τροτσκιστικό κόμμα και ιδρύσαμε την ομάδα και το περιοδικό Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Στο μεταπολεμικό Παρίσι, το οποίο ακτινοβολεί ως πρωτοπόρο στην ευρωπαϊκή πνευματική ζωή ακόμη, όπου ηγεμονεύει ο Σαρτρ με τον νομιμόφρονα φιλοσοβιετισμό του, ο Καστοριάδης και ο κύκλος του περιοδικού συμπεριφέρονται σαν τις μύγες μες στο γάλα. Η κριτική της σοβιετικής γραφειοκρατίας, ως εγγενούς χαρακτηριστικού του συστήματος και όχι απλώς ως παρεκτροπής ή λανθασμένης εκτίμησης εκ μέρους ορισμένων, και η προβολή των ιδεών της αυτοδιαχείρισης μοιάζουν με κατάθεση αγωγής διαζυγίου- διάλυση του ώς τότε μάλλον προφανούς γάμου ανάμεσα στην οποιαδήποτε επαναστατική προοπτική και την καθιερωμένη κομμουνιστική ορθοδοξία.
Το περιοδικό μπορεί να σταμάτησε να εκδίδεται το 1965, ο Καστοριάδης μπορεί να άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την ψυχανάλυση, όμως ουδέποτε σταμάτησε να διεκδικεί έναν ρόλο για την εξέγερση στις κοινωνίες του καιρού μας. Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά τον θάνατό του, όσοι προσεγγίζουν το έργο του, και είναι όλο και περισσότεροι, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα δίλημμα όχι και τόσο απλό.
Μπορεί μια τόσο πλούσια και πολύπλοκη πνευματική διαδρομή να αναχθεί στην πολιτική στάση του δημιουργού της; Ή μήπως αυτονομείται από τις προθέσεις του και συνθέτει μια πνευματική πράξη η οποία διατηρεί την αξία της ανεξάρτητα από την πολιτική της βιωσιμότητα; Η ανάγνωση του έργου του Καστοριάδη από τον Θεοφάνη Τάση δίνει μια σαφή και κατηγορηματική απάντηση στο δίλημμα: ο Καστοριάδης παρέμεινε επαναστάτης ώς το τέλος, όχι μόνο γιατί «η ιδέα μιας καινούργιας επαναστατικής ομάδας τού τριβελίζει μέχρι τέλους το μυαλό», αλλά γιατί ως σύγχρονος Σωκράτης, ώς την τελευταία στιγμή, αναζητά κάποιο πολιτικό αντίκρυσμα για να μπορέσει και ο ίδιος να αποτιμήσει τη σκέψη του.

Πτυχιούχος Φυσικής και Φιλοσοφίας ο Θεοφάνης Τάσης μας παραδίδει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο του πολιτικού Καστοριάδη, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα της «Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας» Με το όραμα της αυτοθεσμιζόμενης κοινωνίας

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


"TA NEA" Σάββατο, 5 Απριλίου 2008
Αρ. Φύλλου: 19.101
Σελίδα: NEA_0504_034_K_272584
Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από ΤΑ ΝΕΑ Online, στο http://www.tanea.gr/article.aspx?d=20080405&nid=8081566
Copyright © ΤΑ ΝΕΑ 1996-2006 Lambrakis Press
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


Ο Κορνήλιος Καστοριάδης παρέμεινε επαναστάτης ώς το τέλος, όχι μόνο γιατί η ιδέα μιας καινούργιας επαναστατικής ομάδας τού τριβέλιζε μέχρι τέλους το μυαλό, αλλά γιατί ως σύγχρονος Σωκράτης, ώς την τελευταία στιγμή, αναζητούσε κάποιο πολιτικό αντίκρυσμα για να μπορέσει και ο ίδιος να αποτιμήσει τη σκέψη του Γεννημένος στο Μόναχο το 1976, πτυχιούχος Φυσικής και Φιλοσοφίας, διδάκτωρ του Freie Universitat Βerlin, δραστηριοποιημένος των κινητοποιήσεων της Γένοβας, ο Θεοφάνης Τάσης, μας παραδίδει ένα πλήρες πορτρέτο του «πολιτικού Καστοριάδη» και συγχρόνως, μέσω αυτού, ένα ολοκληρωμένο ιχνογράφημα του ρόλου της πολιτικοποιημένης διανόησης στις μέρες μας.
Και δεν αναφέρομαι βέβαια στα εμφανή στοιχεία αυτής της στάσης, όπως είναι η κατά μέτωπον σύγκρουση με τον μαρξισμό. Σύγκρουση η οποία εντοπίζεται στη διαπίστωση ότι ο μαρξισμός αδυνατεί να ερμηνεύσει το γραφειοκρατικό φαινόμενο, όπως αδυνατεί να ερμηνεύσει τη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα και υποβαθμίζει, λόγω μιας μεταφυσικής αντίληψης της Ιστορίας, την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Στα εμφανή στοιχεία του πολιτικού Καστοριάδη θα πρέπει να εντάξουμε και την αντιμετώπιση του Φρόυντ. Κατά τον Τάση, ο Καστοριάδης, ως ψυχαναλυτής, θα πρέπει να τοποθετηθεί στο ρεύμα της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας για το οποίο «κεντρικό χαρακτηριστικό τής ψυχής είναι η αναζήτηση του νοήματος σ΄ έναν κόσμο που δεν διαθέτει νόημα».
Ένας κόσμος που δεν διαθέτει νόημα, αφού ούτε η θρησκεία ούτε τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα ούτε η επιστήμη μπορούν να τον συλλάβουν στο σύνολό του, ένας κόσμος που δεν υπάρχει έξω από το «ριζικό φαντασιακό»- καστοριαδικός νεολογισμός-, έξω από τη δημιουργική δράση που επιτρέπει στην κοινωνία να προσδιορίζεται με βάση την αυτονομία. Και, πάντα κατά τον Τάση, μέσω αυτής της βλέψης για αυτονομία «ο Καστοριάδης επιτυγχάνει να ανανεώσει το επαναστατικό πρόταγμα συνεισφέροντας καθοριστικά σε μια σύγχρονη κριτική πολιτική φιλοσοφία».


"TA NEA" Σάββατο, 5 Απριλίου 2008
Αρ. Φύλλου: 19.101
Σελίδα: NEA_0504_034_K_272584
Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από ΤΑ ΝΕΑ Online, στο http://www.tanea.gr/article.aspx?d=20080405&nid=8081596
Copyright © ΤΑ ΝΕΑ 1996-2006 Lambrakis Press
Με το όραμα της αυτοθεσμιζόμενης κοινωνίας

Δεν χωράει αμφιβολία πως η ανάγνωση του Τάση παραμένει συνεπής από την αρχή ώς το τέλος, αφού στο πορτρέτο του πολιτικού Καστοριάδη καταφέρνει να εντάξει και όλες τις εκφράσεις της σκέψης του που δεν βρίσκουν άμεσο αντίκρυσμα πολιτικής πρακτικής. Ακόμη και στη σύγκρουσή του είτε με τον στρουκτουραλισμό του Λεβί-Στρος είτε με τον καθαγιασμό τού διαφορετικού από τον Φουκό. Ακόμη και στον διάλογό του με τη σύγχρονη επιστήμη, ακόμη και στον διά βίου διάλογό του με τον Αριστοτέλη, ακόμη και στα ευρήματα που αποκομίζει από την, ισόβια επίσης, ανάγνωση της αρχαίας ελληνικής περιπέτειας.
Ή μάλλον κατ΄ εξοχήν σ΄ αυτήν την τελευταία. Για τη «ρητά αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία» που οραματίζεται ο Καστοριάδης, πηγή έμπνευσης αποτελεί η δημοκρατική Αθήνα του Περικλή. Εκεί εντοπίζεται και το πρώτο «πρότυπο» μιας κοινωνίας, η οποία οργανώνεται με στόχο την αυτονομία της και όχι την εξάρτησή της από κάποιο επέκεινα μεταφυσικό, ιστορικό, τελεολογικό. Απ΄ αυτήν την άποψη, και μόνον αναγνωρίζοντας ως πρότυπο την αθηναϊκή κοινωνία του 5ου αιώνα, ο Καστοριάδης συγκρούεται ευθέως με τον μεταμοντέρνο σχετικισμό.
Στη διάθεσή του να εμφανίσει τον Καστοριάδη ως απολύτως πολιτικό διανοητή, ο Τάσης μοιάζει να παραμερίζει αυτό που ο ίδιος εντοπίζει ως κύριο χαρακτηριστικό του έργου του, ότι δηλαδή είναι «πρωτίστως σκέψη και όχι σύστημα οργανωμένο και ολοκληρωμένο». Παρατηρώντας πως από τον Καστοριάδη απουσιάζει μια προβληματική της εξουσίας, είναι σαν να του υπενθυμίζει πως η κληρονομιά που άφησε στα άξια τέκνα του κάπου δεν τους φτάνει για να ζήσουν, αφού δεν τους υποδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αντισταθούν σήμερα στις καθημερινές σχέσεις εξουσίας.
Ίσως σ΄ αυτό το σημείο να αναδεικνύονται και τα όρια της αμιγώς πολιτικής ανάγνωσης του «πολιτικού» Καστοριάδη ή, με άλλα λόγια, της «καστοριαδικής» ανάγνωσης του Καστοριάδη, τα όρια μιας σχέσης εξάρτησης από μια σκέψη η οποία παραμένει ζωντανή γιατί πρόταξε πάνω απ΄ όλα το αίτημα της αυτονομίας.
Αυτό όμως δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ολοκληρωμένη και διαυγή ανάγνωση του έργου ενός διανοητή ο οποίος, στην Ελλάδα τουλάχιστον, πέρασε από την αφάνεια στη μυθοποίηση σχεδόν αδιάβαστος.
Κι απ΄ αυτήν την άποψη το έργο του Θεοφάνη Τάση μπορεί να θεωρηθεί ως μία εξαιρετικά σοβαρή πρόταση διαλόγου για την πνευματική υπόθεση που ακούει στο όνομα Κορνήλιος Καστοριάδης.


"TA NEA" Σάββατο, 5 Απριλίου 2008
Αρ. Φύλλου: 19.101
Σελίδα: NEA_0504_034_K_272584
Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από ΤΑ ΝΕΑ Online, στο http://www.tanea.gr/article.aspx?d=20080405&nid=8081591
Copyright © ΤΑ ΝΕΑ 1996-2006 Lambrakis Press
Ροζέ Μιλλιέξ, ο Γάλλος λόγιος που έζησε και έδρασε σαν Ελληνας




Πέθανε χθες σε ηλικία 93 ετών ο Γάλλος λόγιος, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Ροζέ Μιλλιέξ. Ενσάρκωση του σύγχρονου Φιλέλληνα, ο γεννημένος στη Μασσαλία διανοούμενος αγάπησε με πάθος και ρομαντισμό την Ελλάδα. Συμπαραστάθηκε εμπράκτως στη δεύτερη πατρίδα του τόσο με την ουσιαστική του συμβολή στην ανάπτυξη των ελληνογαλλικών πνευματικών σχέσεων όσο και με την έμπρακτη στήριξή του στον αγώνα για την αποτίναξη του ναζιστικού ζυγού. Η κηδεία του νεοελληνιστή θα γίνει στις 11.30 π.μ. τη Δευτέρα στο Α΄ Νεκροταφείο. Σύζυγος της πεζογράφου Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ που πέθανε τον Φεβρουάριο του 2005, ο Ροζέ Μιλλιέξ είχε χρηματίσει υποδιευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Αργότερα αποσπάστηκε ως μορφωτικός ακόλουθος της γαλλικής πρεσβείας στην Κύπρο και παρέμεινε σε αυτήν τη θέση από το 1959 μέχρι και το 1971.



Ο συγγραφέας είχε αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αιξ στην Προβηγκία. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών όπου μετέδωσε την αγάπη του για τη γαλλική γλώσσα και τον πολιτισμό σε πολλούς Ελληνες μαθητές του, οι οποίοι διαδραμάτισαν αργότερα ρόλο στα πολιτικά, λογοτεχνικά και κοινωνικά πράγματα της χώρας μας. Παραλλήλως, ο δραστήριος και παραγωγικός Μιλλιέξ δημοσίευσε πολλά δοκίμια σε διάφορα ελληνικά περιοδικά.



Η δράση του δεν περιορίστηκε στον πνευματικό στίβο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, το ζεύγος Μιλλιέξ που είχε διαφύγει στον γαλλικό νότο, προσπαθούσε να βοηθήσει την ελληνική αντίσταση. Η πιο σημαντική του πράξη την περίοδο εκείνη είναι η συγκινητική του πρωτοβουλία να συγκεντρώσει κείμενα Γάλλων διανοούμενων για τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό και να εκδοθεί ένα βιβλίο - λεύκωμα. Ο ίδιος ο Μιλλιέξ γράφει για την κίνησή του αυτή το 1949: «Τότε ο νους μας πήγαινε μόνο σε ένα γραπτό μνημείο όπου Γάλλοι κάθε σειράς και μόρφωσης θα έρχονταν να καταθέσουν τη μαρτυρία του θαυμασμού, της λατρείας, της αδελφικής αλληλεγγύης που δοκιμάσανε σιωπηλά από το 1940 ίσαμε το 1944 μπροστά στο θάμα που στάθηκε τότες η εμπόλεμη Ελλάδα. Αυτή η χρυσή βίβλος δημιουργήθηκε το 1945».



Ο πρώτος καλλιτέχνης που ανταποκρίθηκε στην έκκλησή του, ήταν ο Αντρέ Φουζερόν που προσέφερε το 1942 ένα χειρόγραφο κείμενο και ένα υπογεγραμμένο έργο του. Την πράξη του μιμήθηκαν και άλλοι καλλιτέχνες όπως ο Ανρί Ματίς. Η ενθουσιώδης εμπλοκή του Κριστιάν Ζερβός ενίσχυσε το ρεύμα και έτσι συγκεντρώθηκε μια σημαντική συλλογή 28 πινάκων από τους: Πικάσο, Μπονάρ, Μασόν, Πικαμπία, Ντιφί κ.ά. Τη δωρεά αυτή έφεραν μαζί τους οι Μιλλιέξ όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1945. Το 1948 προσετέθη μια δεύτερη ομάδα έργων, που έφτασαν συνολικά τα 46 έργα τέχνης, ενώ το 1979 έφτασαν στη χώρα μας και τα υπογεγραμμένα κείμενα των καλλιτεχνών. Το τάμα του ζεύγους Μιλλιέξ είχε εκπληρωθεί. Τα έργα αυτά παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1949 στην Αθήνα και το 2003 στη Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών.



Τον Δεκέμβρη του 1945 ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιος Μερλιέ σε συνεργασία με τον Ροζέ Μιλλιέξ διοργανώνουν άλλη μια σημαντική πρωτοβουλία, με τεράστιο μελλοντικό αντίκρισμα για τα ελληνικά Γράμματα και τις Τέχνες. Εστειλαν με το πλοίο «Ματαρόα» τον Δεκέμβριο του ’45 μερικά από τα λαμπρότερα νέα μυαλά της Ελλάδας με εξασφαλισμένες υποτροφίες για σπουδές στη Γαλλία. Ανάμεσά τους: ο Μέμος Μακρής, ο Νίκος Σβορώνος, ο Μάνος Ζαχαρίας, ο Τάκης Ζενέτος, ο Kώστας Aξελός, ο Kορνήλιος Kαστοριάδης, η Mιμίκα Kρανάκη, κ.ά.



Ο Μιλλιέξ αφήνει πίσω του συγγραφικό έργο. Από τα δοκίμια ξεχωρίζουν οι μελέτες του με τίτλο: «Ο Παλαμάς και οι ευρωπαϊκές αξίες», «Ο Σολωμός και η Γαλλία» κ.λπ. από τα πιο γνωστά βιβλία του είναι «Στο Σχολείο του ελληνικού λαού». Πρόσφατα κυκλοφόρησε και μια συλλογική έκδοση του ΕΛΙΑ για τα 50 χρόνια της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα με τίτλο «Ελληνογαλλικά». Είχε παρασημοφορηθεί με το μετάλλιο Γραμμάτων και Τεχνών από τη Γαλλική Δημοκρατία, το μετάλλιο του Φοίνικος από την Ελληνική Δημοκρατία και με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών.
Πέθανε ο διανοούμενος και φιλέλληνας Ροζέ Μιλλιέξ
Πέθανε το πρωί, σε ηλικία 93 ετών, στην Αθήνα, όπου έζησε και έδρασε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο πανεπιστημιακός, διανοούμενος, φιλέλληνας Ροζέ Μιλλιέξ.

Το όνομά του είναι για την Ελλάδα άρρηκτα δεμένο με τον τόπο και τους ανθρώπους. Αγάπησε και θαύμασε τον ελληνικό λαό, την ελληνική αντίσταση κατά των Γερμανών, αγωνίστηκε και αυτός μαζί, υποστήριξε τα δικαιώματα του κυπριακού λαού, έδωσε διαλέξεις και δημοσίευσε πολλά άρθρα για να κάνει γνωστή τη σύγχρονη Ελλάδα και να φέρει σε επαφή τον πνευματικό κόσμο της Γαλλίας και της Ελλάδας, σε εποχές δύσκολες για τη χώρα μας

Την αγάπη του για τη χώρα μας απέδειξε τόσο από τη θέση του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου στα χρόνια της κατοχής στην Αθήνα, την αντιστασιακή του δράση κατά των Γερμανών κατακτητών, τη θέση του ως μορφωτικού ακολούθου της γαλλικής πρεσβείας στη Λευκωσία, όσο και από το γάμο του που χρονολογείται από το 1939, με τη συγγραφέα Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά.

Γεννήθηκε το 1913 στην Αθήνα και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Αιξ της Προβηγκίας και στη Σορβόνη. Το 1936 διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας.

Το 1941 ανέλαβε τη διεύθυνση του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, τα χρόνια της κατοχής πήρε μέρος στην αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και το 1945, μετά τα Δεκεμβριανά, υποστήριξε και βοήθησε νέους, αριστερούς διανοούμενους να φύγουν με υποτροφία του γαλλικού κράτους στη Γαλλία, διασώζοντάς τους με αυτό τον τρόπο από καταδίκες και το εκτελεστικό απόσπασμα.Το πλοίο "Ματαρόα" με πορτογαλική σημαία, είχε εκείνη τη χρονιά ταξιδέψει, μεταφέροντας κάποιες δεκάδες υποτρόφων, που οι περισσότεροι εξελίχθηκαν σε κορυφαίες φυσιογνωμίες, ο καθένας στον τομέα του: Σβορώνος, Μακρής, Καστοριάδης, Ζενέτος, Ξενάκης, Κρανάκη, Αξελός.

Στο Γαλλικό Ινστιτούτο τον διαδέχθηκε το 1945 ο Οκτάβιος Μερλιέ, του οποίου ο Μιλλιέξ παρέμεινε στενός συνεργάτης έως το 1959.

Το 1959 διορίστηκε στη Λευκωσία για να οργανώσει την πρώτη γαλλική μορφωτική αποστολή στην Κύπρο, όπου και παρέμεινε για δώδεκα χρόνια. Δημιούργησε το Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο στη Λευκωσία και τμήματα της "Αλιάνς Φρανσέζ" σε όλες τις πόλεις της Κύπρου.

Φίλος του Μακάριου, αγωνίστηκε με πάθος για δικαιώματα του κυπριακού λαού.

Το 1971 διορίστηκε διευθυντής του Γαλλικού Μορφωτικού Κέντρου της Γένοβας στην Ιταλία και παράλληλα εισήγαγε τη διδασκαλία της νεοελληνικής στο ιταλικό Πανεπιστήμιο της Γένοβας.

Το 1975 επιστρέφει στην Ελλάδα.

Σε όλη του τη ζωή έδωσε πολλές διαλέξεις, δημοσίευσε άρθρα και μελέτες, προβάλλοντας στη Γαλλία την Κύπρο και το Κυπριακό, τον αντιστασιακό αγώνα της Ελλάδας κατά των Ναζί, όπως τον έζησε έχοντας πάντα στο πλευρό του τη γυναίκα του, Τατιάνα.

Μαζί πέτυχαν μια σημαντική δωρεά έργων τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη από κορυφαίους Γάλλους καλλιτέχνες, ανάμεσά τους ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Ματίς και πολλοί άλλοι.

Ο Ροζέ Μιλλιέξ, επιλέγη το 1982 αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών όπως και της πατρίδας του, της Μασσαλίας, και το 1986, ανακηρύχτηκε επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Η γαλλική πρεσβεία και το Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, εκφράζουν σε συλλυπητήριο τηλεγράφημά τους "τη βαθειά τους θλίψη για το θάνατο του μεγάλου φιλέλληνα, πανεπιστημιακού, συγγραφέα και θερμού υποστηρικτή των ελληνογαλλικών σχέσεων, Ροζέ Μιλλιέξ".

Ο Λεωνίδας Κύρκος δήλωσε για το θάνατο του Ροζέ Μιλλιέξ:

«Η Ελλάδα έχασε έναν σπουδαίο άνθρωπο και έναν αφοσιωμένο φίλο.

Ο Ροζέ Μιλλιέξ δεν ήταν απλώς παθιασμένος Γάλλος φιλέλληνας. Ήταν από τους πιο ωραίους σύγχρονους Έλληνες. Βαθιά δημοκράτης, με μεγάλη αρχαιοελληνική παιδεία, έζησε από κοντά το δράμα του λαού μας, τον αγάπησε, τον κατάλαβε και τον πόνεσε.

Πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στην ανάδειξη και τη διάσωση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.

Φίλος των πιο διακεκριμένων ποιητών και λογοτεχνών, τους γνώρισε στο γαλλόφωνο κοινό με μεταφράσεις και μελέτες.

Ο Ροζέ αγαπήθηκε με πάθος στη δεύτερη πατρίδα του από πάρα πολλούς που του αναγνώρισαν την άδολη αφοσίωση και την εμπνευσμένη του συνεισφορά.

Ροζέ, θα σε θυμούμαστε».

Ο ΣΥΝ σε σχετική ανακοίνωσή του χαρακτηρίζει τον Ροζέ Μιλλιέξ μεγάλη προσωπικότητα και προσθέτει ότι ο θάνατός του αποτελεί "μεγάλη απώλεια για τη χώρα μας, για τον πολιτισμό, για την ευρεία ανανεωτική Αριστερά, την οποία υπηρέτησε επί δεκαετίες, μαζί με τη αξέχαστη σύντροφό του Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ".






Κέρδος online 7/7/2006 15:21
Κορνήλιος Καστοριάδης: Εκφραστικά Μέσα Της Ποίησης



Βιογραφικό

Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής. Συγγραφέας του έργου "Η Φαντασιακή Θέσμιση Της Κοινωνίας", διευθυντής σπουδών στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979 και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε 11 Μάρτη 1922 στη Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του Καίσαρας Καστοριάδης τον ανέθρεψε σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα μόρφωσης, ενώ η μητέρα του Σοφία του μετέδωσε την αγάπη της για τις τέχνες και το πιάνο. Πρωτοήρθε σ' επαφή με τη μαρξιστική σκέψη -μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που αγόρασε σε υπαίθριο βιβλιοπωλείο- και τη φιλοσοφία, ταυτόχρονα, σ' ηλικία 13 ετών, οπότε γεννήθηκε και το ενδιαφέρον του τόσο για τη σκέψη όσο και για τη πολιτική. Στη συνέχεια σπούδασε νομικά, φιλοσοφία κι οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σπουδές τις οποίες συμπλήρωσε αργότερα στο Παρίσι με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου.

Η πρώτη ενεργή ανάμιξη και δραστηριοποίησή του στη πολιτική, ήρθε όταν επί δικτατορίας Μεταξά (1937) προσχώρησε στην ΟΚΝΕ. Ενεγράφη στο ΚΚΕ, γεγονός που του κόστισε μια σύλληψη και μιαν επίσκεψη στην Ασφάλεια και το 1941, αποχώρησε και συγκρότησε μαζί μ' άλλους νέους μιαν ομάδα που εναντιωνότανε στο σωβινιστικό προσανατολισμό του ΚΚΕ. Το 1943 προσχώρησε στη τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα, πράμα που 'χε συνέπεια τη δίωξή του όχι μόνον από τους Γερμανούς αλλά και από το ΚΚΕ. Το 1944 γράφει τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μαξ Βέμπερ (Max Weber), τα οποία δημοσιεύει στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας & Ηθικής. Κατά τα Δεκεμβριανά, αποδοκίμασε τη στάση του ΚΚΕ και στη συνέχεια, μετέβη με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα από τον Πειραιά στο Παρίσι όπου έμελλε να εγκατασταθεί μόνιμα. Συνεπιβάτες στο πλοίο κι άλλοι δυο Έλληνες, μετέπειτα στοχαστές του Παρισιού, Κώστας Αξελός και Κώστας Παπαϊωάννου, που μαζί με 200 ακόμα (ανάμεσα τους κι οι: Μακρής, Ξενάκης, Κρανάκη) είχαν εξασφαλίσει, με τη βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ (Octave Merlier), υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από τη γαλλική κυβέρνηση.

Στο Παρίσι έγινε μέλος της τροτσκιστικής 4ης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, απ' όπου όμως άρχισε σταδιακά ν' απομακρύνεται, ώσπου μετά το 1948 να εγκαταλείψει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα. Παράλληλα, την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται στην Υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών & Μελετών Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης & Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), θέση που διατήρησε ως και το 1970. Το 1946 ξεκίνησε κι η γνωριμία του με τον διανοούμενο Κλωντ Λεφόρ, με τον οποίο συγκρότησαν εσωτερική τάση στο PCI, από το οποίο αποχωρήσανε το 1948 κι ιδρύσανε την ομάδα Socialisme ou Barbarie (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα), που από το επόμενον έτος μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από τα κείμενα κείνης της περιόδου προκύψανε τα βιβλία: "Η Γραφειοκρατική Κοινωνία" (1973), "Η Πείρα Του Εργατικού Κινήματος" (1974), "Το Περιεχόμενο Του Σοσιαλισμού", "Σύγχρονος Καπιταλισμός & Επανάσταση", "Η Γαλλική Κοινωνία" (1979).

Μέσα από το συγκεκριμένο περιοδικό βρήκανε βήμα τα επόμενα χρόνια, γνωστοί γάλλοι διανοούμενοι, όπως οι Lyotard και Debord. Το περιοδικό κινείτο πέρα των τροτσκιστικών κύκλων κι ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, που το χαρακτήρισε 'Καθεστώς Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού'. Ανέφερε χαρακτηρισικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα». Όσον αφορά τις 'φιλελεύθερες δημοκρατίες' της Δύσης θεωρούσεν ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης είχε πάψει να 'ναι πλέον η κατοχή κι ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή κι η ικανότητα άσκησης εξουσίας. Σταδιακά και προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού απομακρύνθηκε από τη μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο κι από τη μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράμα εμφανές στο κείμενο του "Μαρξισμός & Επαναστατική Κοινωνία" που αργότερα συμπεριελήφθηκε στο "Η Φαντασιακή Θέσμιση Της Κοινωνίας". Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ενώ θέσεις κι απόψεις του γνώρισαν μεγάλην απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών της εποχής, ο ίδιος δεν είχε την ανάλογη αναγνώριση, καθώς ήταν αναγκασμένος να υπογράφει τα κείμενά του χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.ά.). Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο ακόμη, με συνέπεια να φοβάται συνεχώς την απέλαση στην Ελλάδα. Στις σελίδες του περιοδικού πρωτοεμφανιστήκανε και μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του, που αργότερα έμελλε να δημοσιευθούν μέσα από τις εκδόσεις βιβλίων του.

Το 1967, η ομάδα του Socialisme ou Barbarie διαλύεται, ωστόσο όμως 2 χρόνια μετά, τα κείμενα κι η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούνε βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του '68. Το 1970 ο Καστοριάδης αποκτά γαλλική υπηκοότητα κι έτσι παύει πλέον ο συνεχής φόβος της απέλασης. Αυτή τη περίοδο στρέφεται στη ψυχανάλυση κι εργάζεται ως ψυχαναλυτής από το 1974 και γίνεται μέλος της επονομαζόμενης 4ης Ομάδας, κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Λακάν (Lacan).

Αυτή η στροφή προς τη ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, πράμα που τον οδηγεί σε καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, που αποτυπώνεται στο κλασικό πλέον έργο του "Η Φαντασιακή Θέσμιση Της Κοινωνίας". Κεντρική θέση στη σκέψη του αποκτά η έννοια του Φαντασιακού, που θεωρεί ως το θεμέλιο στοιχείο της ανθρώπινης δημιουργίας. Αντιλαμβάνεται τη κοινωνική διαφοροποίηση ως διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo σημασιών, νοημάτων, εικόνων που θεσμίζονται και δομούνε την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής. Αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε ντετερμινισμού όσον αφορά τη κοινωνική αλλαγή, οποιασδήποτε προδιαγεγραμένης πορείας της κοινωνίας, καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του 'Κοινωνικού Φαντασιακού'. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν κι όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες, φαντασιακές σημασίες (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας τη θέσμιση και τη θεμελίωση τους σ' εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, τη παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή τη συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που 'χανε συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής και των ετερόνομων κοινωνιών, που η θέσμιση αποδιδότανε σε κάποιαν εξωκοινωνική αυθεντία.

Το 1979 εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο "Θέσμιση Της Κοινωνίας & Ιστορική Δημιουργία". Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων, σε Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Βόλο, Ρέθυμνο κ.ά. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πέθανε σ' ηλικία 75 ετών, στις 26 Δεκέμβρη 1997.
------------------------------------------------------------------

Ι. Μερικές μεταφραστικές δυσκολίες μας οδηγούν στη διαπίστωση πως οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές στηρίζονταν συχνά σ' ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας, κοινό πιθανώς μ' άλλες πρωτογενείς γλώσσες, γνώρισμα που μπορούμε να αποκαλέσουμε αδιαίρετη πολυσημία των λέξεων και των γραμματικών πτώσεων. Οι νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες δεν έχουν πλέον αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα, και οι ποιητές προσέφυγαν σε άλλες οδούς προκειμένου να δημιουργήσουν μια

συγκρίσιμη εκφραστική ένταση. Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδηγούν σε μια εξέταση των οδών της ποιητικής εκφραστικότητας κι ιδιαίτερα της σημασιακής μουσικότητας της.


1). Ας αρχίσουμε από τους περίφημους στίχους της Σαπφούς:



Δέδυκε μεν α σελάννα και

Πληιάδες· μέσαι δε

νύκτες, παρά δ' έρχετ' ώρα,

εγώ δε μόνα κατεύδω.



Μια κατά λέξη μετάφραση θα μπορούσε να ήταν η έξης:



Η Σελήνη έδυσε κι η Πούλια·
είναι μεσάνυχτα, η ώρα περνά
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.



Δέδυκε, του ρήματος δύω, σημαίνει βούτηξε, καταβυθίστηκε. Στην Ελλάδα των διακοσίων κατοικημένων νησιών και των περίπου δέκα χιλιάδων χιλιομέτρων ακτών, ο ήλιος, η σελήνη και τ' αστέρια δεν πλαγιάζουν, βουτούν στη θάλασσα, βυθίζονται.
Σελάννα είναι βέβαια η σελήνη και δεν μπορούμε ν' αποδώσουμε τη λέξη διαφορετικά. Για έναν αρχαίο Έλληνα όμως, η λέξη σελάννα παραπέμπει άμεσα στο σέλας, το φως· σελάννα είναι η φωτεινή, ο φωστήρ.
Πληιάδες, είναι η Πούλια, είναι οι Πολυάριθμες. Για ένα Γάλλο -ή έναν Ευρωπαίο- χωρίς επαρκή καλλιέργεια, η λέξη δεν λέει τίποτα· και για τον μετρίως καλλιεργημένο Γάλλο, πρόκειται για μια πλειάδα επιφανών Γάλλων ποιητών του 16ου αιώνα, και για μια συλλογή βιβλίων στις εκδόσεις Gallimard. Αλλά για τον Έλληνα αγρότη, τεχνίτη ή ναυτικό της Αρχαιότητας (κι ακόμη ως πρόσφατα), πρόκειται για ένα αστρικό νέφος -διακρίνονται τουλάχιστον επτά αστέρες δια γυμνού οφθαλμού- που ένας σημερινός αστρονόμος θ' αποκαλούσε σφαιρωτό σμήνος μερικών εκατομμυρίων αστέρων, υπέροχος αστερισμός στον ωραιότερο σχηματισμό του νυχτερινού ουρανού, μέσα σ' ένα τεράστιο τόξο του κύκλου που καλύπτει περισσότερο από το μισό του ουράνιου θόλου, αρχίζοντας από την Πούλια, περνώντας από τον Ωρίωνα και τερματίζοντας στον Σείριο. Όταν περί το τέλος του καλοκαιριού εμφανίζεται ο Σείριος, λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου, οι ωχρές πλέον Πλειάδες έχουν ήδη διαβεί το ζενίθ, πηγαίνοντας προς τα δυτικά. Τη στιγμή που μιλεί η Σαπφώ, οι Πλειάδες έχουν ήδη δύσει, ένδειξη ακριβής και πολύτιμη, στην οποία θα επανέλθω.

Μέσαι δε νύκτες, κατά λέξη: οι νύχτες βρίσκονται στο μέσον τους, είναι μεσάνυχτα. Στο μέσον αυτής της νύχτας, στα μεσάνυχτα κείνης της μέρας, η Σελήνη κι οι Πλειάδες είχαν ήδη δύσει. Ας υποθέσουμε προσωρινά ότι το τέλος του ποιήματος θα μπορούσε να αποδοθεί κάπως έτσι:



... η ώρα περνά
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.



Εδώ, η ίδια η Σαπφώ ομιλεί, η Σαπφώ που γεννήθηκε γύρω στα 612 π.Χ. στη Λέσβο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ποίημα γράφτηκε γύρω στα 580 π.Χ., ίσως και πριν. Λυρικό ποίημα, όπως λέγομε, που εκφράζει τα συναισθήματα, τη ψυχική κατάσταση του ποιητή, κι όμως, ο μύθος -η αφήγηση, η ιστορία- είναι παρών, νοσταλγικός κι υπέροχος. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, βλέπουμε τον νυχτερινό ουρανό να περιγράφεται, τη Σελήνη και τις Πλειάδες να έχουν ήδη δύσει κι αυτή τη γυναίκα, ενδεχομένως ερωτευμένη με κάποιον που δεν είναι εκεί, ίσως κι όχι,

ωστόσο γεμάτη πόθους, που, εν τω μέσω της νυκτός, δε μπορεί να κοιμηθεί και λέγει τη θλίψη της, που στο κρεβάτι της είναι μόνη.

Διαβάζομε ένα αρχαίο ποίημα σημαίνει ότι ξαναβρίσκουμε ένα κόσμο πια χαμένο, ένα κόσμο τώρα σκεπασμένο από την αδιαφορία του 'πολιτισμού' μπρος στα στοιχειώδη και θεμελιώδη. Είναι το μέσον της νύχτας κι η Σελήνη έχει ήδη δύσει. Ένας σύγχρονος μας δεν βλέπει τί σημαίνει αυτό. Δεν φαντάζεται ότι, αφού η Σελήνη έδυσε πριν από τα μεσάνυχτα, βρισκόμαστε μεταξύ της νέας Σελήνης και του πρώτου τετάρτου, στην αρχή συνεπώς ενός σεληνιακού μηνός (μέτρον χρόνου για όλους τους αρχαίους λαούς). Αλλά οι Πλειάδες έδυσαν. Αυτήν την ακρίβεια των αρχαίων ποιητών δεν την ξαναβρίσκουμε παρά μόνο σπάνια στους νεότερους, αφού με αφετηρία αυτήν την ένδειξη θα μπορούσαμε σχεδόν να προσδιορίσομε την εποχή της σύνθεσης του ποιήματος. Βρισκόμαστε στην άνοιξη, διότι την άνοιξη -και μάλιστα στην αρχή της- οι Πλειάδες δύουν πριν από τα μεσάνυχτα· όσο περισσότερο προχωρεί το έτος, τόσο δύουν αργότερα. Η Σαπφώ είναι ξαπλωμένη κι η ώρα περνά.
παρά δ' έρχετ' ώρα, τί είναι η ώρα; Ο μεταφραστής θ' αποδώσει τη λέξη αβίαστα ως (ώρα στα νέα ελληνικά και) heure στα γαλλικά (μέσω του λατινικού δανείου hora). Ώρα όμως στα αρχαία ελληνικά σημαίνει επίσης την εποχή, ήδη στον Όμηρο κι αυτή η έννοια διαρκεί ως σήμερα διά μέσου των αλεξανδρινών και βυζαντινών χρόνων· οι ώρες του έτους είναι οι εποχές. Είναι βεβαίως κι η ώρα, με τη συνήθη έννοια του όρου, όχι η ώρα των ρολογιών, αλλά η ώρα ως υποδιαίρεση της διάρκειας της ημέρας. Ένα από τα περίφημα ποιήματα που η ύστερη Αρχαιότητα απέδιδε στον λυρικό ποιητή Ανακρέοντα αρχίζει ως εξής:

"Μεσονύκτιος ποτ' ώραις",

στις ώρες του μεσονυκτίου.

Ώρα όμως είναι κι η στιγμή κατά την οποία ένα πράγμα "είναι στην ώρα του", που είναι πραγματικά καλό κι "ωραίο", είναι συνεπώς για τους ανθρώπους ο ανθός της νιότης. Στο "Συμπόσιο" όταν ο Αλκιβιάδης αφηγείται πως προσπάθησε να πλαγιάσει με τον Σωκράτη, αλλά σηκώθηκε το πρωί χωρίς να πάθει τίποτα (καταδε-δαρθηκώς...), σα να 'χε κοιμηθεί με τον πατέρα ή τον αδελφό του, καταλήγει:

"Ο Σωκράτης είναι υβριστής, τόσο κατηφρόνησεν της εμής ώρας",

τη νιότη μου, την ομορφιά μου, το γεγονός ότι ήμουν ώριμος να με συλλέξει σαν ένα ωραίο ερωτικό καρπό...



Πρέπει τέλος να κάνω μνεία του συνδέσμου "δε", που σημαίνει τόσο "και" όσον κι "αλλά". Εδώ η επιλογή είναι αναπόφευκτη και θα μεταφράσω απλώς "και". Τί λέγει λοιπόν η Σαπφώ;



Η Σελήνη κι οι Πλειάδες δύσαν,

είναι μεσάνυχτα· ώρα, εποχή, νιότη

παρέρχονται κι εγώ κοιμάμαι μόνη.



Ουδείς νεότερος μεταφραστής, απ' όσο ξέρω, δεν τόλμησε να μεταφράσει τη μοναδική λέξη "ώρα" με τρεις. Όμως η κορύφωση της έντασης του ποιήματος είναι ακριβώς αύτη η λέξη που συνδυάζει περισσότερες της μιας σημασίες, χωρίς να θέλει ή να πρέπει να επιλέξει ανάμεσα τους: την εποχή του έτους, την άνοιξη -το νέο ξεκίνημα του χρόνου μετά τον χειμώνα, την εποχή των ερώτων-, την ώρα που

παρέρχεται και τη νεότητα της Σαπφούς που μάταια αναλώνεται, αφού δεν υπάρχει κανείς στο κρεβάτι της. Η μεγαλοφυΐα της Σαπφούς έγκειται και στην επιλογή ακριβώς αυτής της λέξης, που το φάσμα σημασιών της διαφωτίζεται κι εμπλουτίζεται από το υπόλοιπο ποίημα (χωρίς τη μνεία της δύσης των Πλειάδων, η έννοια εποχή/άνοιξη της λέξεως ώρα θα ήταν πολύ λιγότερο επιτακτική).



2). Αδιαίρετη πολυσημία και στον Αισχύλο, στον "Προμηθέα". Όταν ο Προμηθεύς, καρφωμένος στον βράχο του επικαλείται ως μάρτυρα των πόνων που άδικα υφίσταται τη μητέρα του Γη, τον θείο Αιθέρα, τις πηγές των ποταμών και τις πνοές των ανέμων, καλεί επίσης το:



ποντίων τε κυμάτων

ανήριθμον γέλασμα



Ας αφήσουμε τον πλούτο των τρόπων (έχουμε συγχρόνως προσωποποιία κι υπαλλαγή· αναρίθμητα είναι τα κύματα κι όχι το γέλιο τους) για να περιορισθούμε στη λέξη γέλασμα. Θα το μεταφράσουμε αναγκαστικά με τη λέξη γέλιο. Όμως ένας αρχαίος Έλληνας, ακούοντας ή διαβάζοντας τον στίχο, δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί και το άλλο νόημα του γελάω, που βρίσκουμε στο επίθετο Ζευς γελέων, Ζευς του φωτός, ή στην ιωνική φυλή Γελέοντες, οι επιφανείς, οι λαμπροί. Υπάρχει συνεπώς μια έντονη αρμονική του γελάσματος και πιθανά μια ετυμολογική συγγένεια με το γέλας, λάμψη, σπινθηροβόλημα. Και σήμερα ακόμη λέμε: Τί γελαστή αυτή η μέρα! Είναι γελαστή, διότι είναι ηλιόλουστη, λαμπερή. Όταν και σήμερα, όπως στα χρόνια του Αισχύλου, βρισκόμαστε στη θάλασσα κι ειδικά στο Αιγαίο, βλέπουμε ιδίοις όμμασιν αυτό το ανήριθμον γέλασμα, αυτήν την ατέλειωτη μαρμαρυγή των κυμάτων στο φως του μεσημεριού.



3). Η πρόζα του Ηροδότου μας προσφέρει κι άλλο παράδειγμα. Ο Ηρόδοτος λέγει, στο 1ο βιβλίο των "Ιστοριών" του, πως εκθέτει την έρευνά του, ώστε αυτά που κάναν οι άνθρωποι να μη σβηστούν με την πάροδο του χρόνου κι ώστε μεγάλα και θαυμαστά έργα, Ελλήνων ή βαρβάρων, να μη χάσουν τη φήμη τους, είτε πρόκειται για ειρηνικά έργα είτε πρόκειται για έργα με τα οποία και δια των οποίων επολέμησαν οι μεν προς

τους δε. Έργα (έργον > εργάζομαι, νεοελλ. εργάζομαι, επιτελώ) είναι τόσον οι πράξεις και τα κατορθώματα, όσον και τα έργα κι οι εργασίες (Ησίοδος, "Εργα & Ημέραι"). Ο Λεγκράν (Legrand), στην εξαιρετική Εισαγωγή του σ' αυτό το βιβλίο του Ηροδότου στην έκδοση Bude, λέγει ότι δίστασε μεταξύ των δύο σημασιών της λέξεως έργον (νεοελλ.) έργο και κατόρθωμα κι εξηγεί γιατί προτίμησε το δεύτερο. Δεν θα συζητήσουμε αν είχε δίκιο ή άδικο· θα διαπιστώσουμε απλώς, όπως και στη περίπτωση της ώρας της Σαπφούς, ότι ο νεότερος μεταφραστής είναι αναγκασμένος

να επιλέξει και να προτιμήσει. Όμως στην πραγματικότητα δεν πρέπει να προτιμήσουμε. Ο Ηρόδοτος ομιλεί προφανώς τόσο για τα έργα και τις εργασίες -τα τείχη της Βαβυλώνος, τα αγάλματα και τα αφιερώματα των Δελφών, τη γέφυρα του Ξέρξη στον Ελλήσποντο- όσο και για τα κατορθώματα: την κατάκτηση της Ασίας από τον Κύρο, της Αιγύπτου από τον Καμβύση, τους πολέμους του Δαρείου, τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές. Τα περιγράφει και τα δυο και λέγει: έργα μεγάλα και θαυμαστά, εργασίες, έργα και κατορθώματα μεγάλα και θαυμαστά που πραγματοποίησαν, άλλα οι Έλληνες, αλλά οι βάρβαροι.
Στη πραγματικότητα, έργα είναι τα πραχθέντα, αν δεχθούμε να ξαναδώσουμε

στη λέξη τη σημασία της κι ως ουσιαστικού κι ως μετοχής, αν αποκαταστήσουμε τη σημασία του ποιείν/πράττειν ως την ανθρώπινη δραστηριότητα στην ιστορία, είτε αυτή καταλήγει σε αποτέλεσμα ξεχωριστό από το έργο (η ποίησις του Αριστοτέλους) είτε αξεχώριστο απ' αυτήν (η πράξις), ένα ωραιότατο έργο, σαν τη ναυμαχία της Σαλαμίνος. Όλ' αυτά ανήκουνε στο ποιείν/πράττειν, η δε περιγραφή τους είναι το έργο, το έργο και το κατόρθωμα συγχρόνως του Ηροδότου.



4). Ας δούμε τώρα άλλα δυο παραδείγματα από τον Σοφοκλή στο Στάσιμον της "Αντιγόνης" που αρχίζει με το περίφημο:

"πολλά τα δεινά

κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει"

(πολλά είναι τα δεινά, τίποτα όμως

δεινότερον του ανθρώπου).

Ο νεότερος μεταφραστής είναι υποχρεωμένος να επιλέξει ανάμεσα στις πολλαπλές σημασίες του δεινός κι επιλέγει συνήθως κάτι μεταξύ θαυμαστού ή φοβερού, αλλά ο αρχαίος ακροατής δεν ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει. Συλλάμβανε όλες τις σημασίες όταν άκουγε τη λέξη όπως κι ο συγγραφέας όταν τη σκεπτόταν. Δεινός είναι ασφαλώς ο φοβερός, αυτός που προκαλεί το δέος, είναι ο πανίσχυρος, αλλά κι ο θαυμαστός, αυτός που διακρίνεται σε κάποια απασχόληση ή τέχνη -μπορεί να 'ναι δεινός κολυμβητής ή ρήτωρ- υπερέχει σε βαθμό που προκαλεί δέος και θαυμασμό.
Είναι αδύνατο να συλλάβουμε το συγκεκριμένο σ' αυτή τη λέξη σημασιακό σμήνος χωρίς να προβούμε στη διαύγαση του ουσιώδους πυρήνα αυτού του χορικού, πράγμα που θα επιχειρήσουμε τώρα. Θα πούμε μόνο, ευθύς εξαρχής, ότι η λέξη δεινός τότε μόνον είναι δυνατό να κατανοηθεί πλήρως, όταν ακούσουμε ολόκληρο το χορικό της Αντιγόνης.

Το κυριότερο μέρος της εξήγησης της σημασίας της λέξεως δεινόν αρχίζει με τον στίχο 353. Μιλώντας για τον άνθρωπο, ο Σοφοκλής λέγει ότι ούτος ο ίδιος εδίδαξε στον εαυτό του (εδιδάξατο, ρήμα στο όποιο θα επανέλθω) τη γλώσσα, φθέγμα και τη σκέψη, φρόνημα, το οποίο αποκαλεί ανεμόεν. Ξέρουμε τί είναι άνεμος. Εδώ η περίπτωση είναι αντίστροφη αυτών που συναντήσαμε ως τώρα. Τώρα, από τις πολλές παραπομπές της λέξης, πρέπει ν' απορρίψουμε ένα μέρος και να κρατήσουμε έν άλλο. Επί παραδείγματι, λέγει ο Όμηρος: "Ίλιον ανεμόεσσαν", το ανεμοδαρμένο Ίλιον· βλέπουμε τα ψηλά τείχη της Τροίας, στη κορφή του λόφου, εκτεθειμένα σ' όλους τους ανέμους.

Προφανώς όμως εδώ ο Σοφοκλής δεν ομιλεί για μια ανεμοδαρμένη σκέψη. Η σκέψη είναι άκρως κινητική, σαν τον άνεμο, μια στιγμή είναι εδώ και σχεδόν αμέσως μετά είναι εκεί· κι είναι σαν το φυσικό στοιχείο, δυνατή και βίαιη· κι είναι επίσης, σαν κι αυτό, τον περισσότερο χρόνο διαφανής, αλλά μπορεί και να μεταφέρει σύννεφα και να σκοτεινιάζει τον ουρανό. Στα γαλλικά ή στα αγγλικά θα πρέπει ν' αδυνατίσουμε την εικόνα, γράφοντας: σαν τον άνεμο· ventée ή windy δεν θα πήγαινε προφανώς διόλου.

Η γλώσσα κι η σκέψη δεν αποτελούνε φυσικά, δεδομένα κατηγορήματα του ανθρώπου· ο άνθρωπος τα εδιδάξατο, τα δίδαξεν ο ίδιος στον εαυτό του. Η αυτοπαθής διάθεση του απλού ρήματος διδάσκω περιέχει μια φιλοσοφική σκέψη απαράμιλλης τόλμης, που όμως παρέμεινε χωρίς συνέχεια επί εικοσιπέντε αιώνες. Ο άνθρωπος δεν έχει τη γλώσσα και τη σκέψη· τις έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του, τις δημιούργησε για τον εαυτό του και τις δίδαξε στον εαυτό του. Ο Πλάτων θα έλεγε: "πώς μπορώ να διδάξω κάτι στον εαυτό μου; Αν αυτό το κάτι το γνωρίζω, δεν έχω

ανάγκη να το διδάξω στον εαυτό μου, να το διδαχθώ· αν δεν το γνωρίζω, δεν ξέρω τί να διδαχθώ". Και πράγματι αυτό λέγει: δε μπορούμε ποτέ να μάθουμε κάτι που, με οποιονδήποτε τρόπο, δεν γνωρίζουμε ήδη. Ο Σοφοκλής διαρρηγνύει αυτή τη φαινομενικά αναμφίλεκτη λογική και καταφάσκει σαφώς αυτό που αποκάλεσα πρωταρχικό κύκλο της δημιουργίας: η δραστηριότητα προϋποθέτει τ' "αποτελέσματά" της, ο άνθρωπος διδάσκει στον εαυτό του κάτι που δεν γνωρίζει, εξ ου και μαθαίνει αυτό που πρέπει να διδαχθεί.

Ο Σοφοκλής συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος εδιδάξατο, "δίδαξε ο ίδιος στον εαυτό του", τας αστυνόμους οργάς. Μεταφράζω αμέσως: το πάθος για τη θέσμιση των πόλεων. Αστυνόμους προέρχεται από το άστυ, που είναι συνήθως η πόλη, εδώ όμως τονίζεται κι ο νόμος που θέτει την πόλη κι ο νόμος που τη διέπει ως πολιτική μονάδα. Η λέξη οργή έχει κι αυτή πολλές σημασίες κι ακόμη μια φορά, οι μεταφραστές είναι υποχρεωμένοι να επιλέξουν ή να επινοήσουν κάτι. Ο Μαζόν (Mazon), στην έκδοση Budé, γράφει: "οι ορμές, οι επιθυμίες, απ' όπου γεννώνται οι

πόλεις", στο κείμενο όμως δεν τίθεται θέμα γεννήσεως. To Liddell-Scott, παραπέμποντας στο στίχο, μας δίνει: "the feelings of law-abiding" ή "social life" (αλλά, οργή, μεταφράζει το αστυνόμοι οργώ ως "social dispositions"). Όπως κάθε λεξικό, είναι υποχρεωμένο να προχωρήσει σε χωρισμούς και ν' αποδώσει κατά τρόπο μονοσήμαντο.

Όμως πρέπει να ξέρουμε τί είναι λεξικό και να το χρησιμοποιούμε κατάλληλα. Μια λέξη δεν είναι ένα πακέτο με διάφορα είδη μπισκότα, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, από τα οποία μπορούμε, αν θέλουμε, να πάρουμε ένα και ν' αφήσουμε τ' άλλα. Οργή είναι η ορμή, η ενόρμηση, το ταμπεραμέντο, η διάθεση, η έφεση, η τάση, η ροπή, η [νεοελλ.] οργή. Είναι η λέξη που δίδει οργάω κι οργασμό. Εδώ, οργή είναι η ενόρμηση, η παρόρμηση, η αυθόρμητη κι η ανεπίσχετη ώθηση. Η έκφραση αστυνόμους οργάς εκ πρώτης όψεως αποτελεί αντίφαση ή οξύμωρον, διότι πώς οι ορμές ή οι ενορμήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη θέση νόμων; Λέγει όμως ο Σοφοκλής εδιδάξατο, και προσδίδει έτσι στο ρήμα μια πρόσθετη σημασία. Αυτές τις ενορμήσεις που ωθούσαν προς τη κατεύθυνση της συγκροτήσεως κοινωνικών συνόλων, ο άνθρωπος τις υπέβαλε σε διαπαιδαγώγηση και μαθητεία, τις σχημάτισε και μετασχημάτισε, τις υπέβαλε σε νόμους κι έτσι συγκρότησε πόλεις. Όλ' αυτά, που θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα φιλοσοφικό σύγγραμμα, ο Σοφοκλής το λέγει σε τρεις λέξεις: εδιδάξατο [...] αστυνόμους οργάς. Ο άνθρωπος διαπαιδαγώγησε τον εαυτό του μετασχηματίζοντας τις ενορμήσεις του, ώστε να καταστούν θεμέλια και ρυθμιστές των πόλεων.

Επιμένουμε στο αστυνόμους οργάς, διότι η έκφραση είναι σημαντική κι από άποψης ιστορικής. Εδώ συναντούμε για πρώτη φορά τη ρητή διατύπωση αυτού που θ' αποτελέσει έν από τα μεγάλα θέματα της κλασικής πολιτικής φιλοσοφίας, ήδη από τον Πλάτωνα μέχρι και τον Ζαν-Ζακ Ρουσώ (Jean-Jacques Rousseau), θέμα που

περίπεσε στη λήθη, μες στη διανοουμενίστικη ξηρασία που μαστίζει αυτόν τον χώρο εδώ και δυο αιώνες· διότι, "για να θεσμίσεις ένα λαό", όπως λέγει ο Ρουσώ, πρέπει πρώτα να του αλλάξεις "τα ήθη", και τα ήθη είναι κατ' ουσίαν η διαπαιδαγώγηση των παθών, πράγμα που απαιτεί τουλάχιστον ότι οι νόμοι θα το λαμβάνουν υπ' όψιν τους, με θετικές διατάξεις, στη κατάστρωση της πολιτικής της παιδείας των πολιτών.
Ο Αριστοτέλης ομιλεί περί φιλίας στα "Πολιτικά" του· "οι νομοθέτες", αναφέρει, "οφείλουν, υπεράνω όλων, ν' ασχολούνται με την εδραίωση της φιλίας μεταξύ των πολιτών (που δεν είναι μια ωχρή κοινή φιλία, αλλά η συν-πάθεια, με την εντονότερη σημασία της λέξης), διότι όπου υπάρχει φιλία δεν έχουμε ανάγκη δικαιοσύνης". Ο Αριστοτέλης που καταδίκασε τον κομμουνισμό στα ίδια αυτά "Πολιτικά", εξακολουθεί λέγοντας: "η παροιμία έχει δίκιο, όταν λέγει κοινά τα των φίλων". Όταν ο Σοφοκλής ομιλεί εδώ περί οργών, αποβλέπει σ' αυτό που αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο της ζωής των πόλεων και που 'ναι, για το βέλτιστο ή για το χείριστο, τ' αμοιβαία πάθη κι αισθήματα των μελών της κοινότητος.

Δεν μπορούμε συνεπώς να κατανοήσουμε τη λέξη δεινός παρά μόνο με αφετηρία αυτό το σύνολο των σημασιακών δυνατοτήτων που προσπαθήσαμε να διαυγάσουμε, αν και δεν τις εξερευνήσαμε όλες. Το να 'ναι κανείς δεινός σημαίνει να παρουσιάζει στην ενεργό σύνδεση τους όλα τα κατηγορήματα που κατονομάζει ο ποιητής και τα οποία, θεωρούμενα στην ουσία τους, παραπέμπουν όλα σε μια κεντρική ιδέα: την ιδέα της αυτοδημιουργίας του άνθρωπου. Η διατύπωση μπορεί να θεωρηθεί υπέρογκη, θα βρει, πιστεύω, πλήρη δικαίωση, αν λάβουμε υπ' όψη τον αποφασιστικό χαρακτηρισμό που εισάγει ο ποιητής ευθύς εξαρχής και στην ίδια φράση, όπου εμφανίζεται ο όρος δεινός:



Πολλά τα δεινά, κουδέν

ανθρώπου δεινότερον πέλει.



Τα δεινά, θα 'λεγε κανείς με τρόπο σχολαστικό, σχηματίζουνε συλλογή. Αυτή δε η συλλογή περιλαμβάνει ένα μοναδικό μέγιστο στοιχείο: τον άνθρωπο. Προσπάθησα, εδώ και δέκα χρόνια, να σκιαγραφήσω τις τεράστιες συνέπειες αυτής της φράσης. Συνοψίζω εδώ το ουσιώδες.

Μια αντίρρηση στην απόφανση αυτή του Σοφοκλή μας έρχεται αμέσως στη σκέψη· πώς μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι πιο δεινός από τους θεούς; Ο Σοφοκλής δεν ήταν ασεβής, όπως το δείχνουν οι τελευταίοι στίχοι αυτού του χορικού κι είναι βέβαιο πως έν αθεϊστικό κείμενο δε θα βραβευότανε στα Διονύσια. Έτσι, ο Σοφοκλής δε λέει πως ο άνθρωπος είναι καλύτερος ή ισχυρότερος απ' αυτούς. Είναι όμως δεινότερος και πρέπει να ψάξουμε -αν εν πάσει περιπτώσει πάρουμε τον ποιητή στα σοβαρά -κατά ποίαν έννοια μπορεί να 'ναι. Κι η απάντηση, εισαγόμενη με το γαρ, δίδεται με το υπόλοιπο του χορικού που απαριθμεί και χαρακτηρίζει τα πολλαπλά κατορθώματα του ανθρώπου. Και είναι ηλίου φαεινότερη: Αυτό που χαρακτηρίζει τη δεινότητα του ανθρώπου είναι κείνος ο συνεχής και τεράστιος μετασχηματισμός των σχέσεων του με τη φύση, αλλά και με τη "φύση" του, όπως ξεκάθαρα σημαίνεται με το αυτοπαθές ρήμα εδιδάξατο.
Τώρα, η ετερότητα του σε σχέση με τους θεούς καθίσταται έκδηλη. Οι θεοί τίποτα δεν εδιδάξαντο κι ούτε άλλαξαν. Είναι αυτό που ήταν εξ υπαρχής και που θα 'ναι εσαεί. Η Αθήνα δε θα γίνει σοφότερη, ούτε ο Έρμης ταχύτερος, ούτε ο Ήφαιστος πιο επιδέξιος τεχνίτης. Η δύναμη τους είναι αμετάβλητο κατηγόρημα της φύσης τους και τίποτα δε κάνανε για να την αποκτήσουν ή να τη μεταβάλουν. Κατασκευάζουν, φτιάχνουν, συνδυάζοντας πάντοτε από τα ήδη υπάρχοντα. Ο άνθρωπος όμως, θνητός, σ' άπειρη απόσταση από τη δύναμη των θεών, είναι δεινότερος, διότι δημιουργεί και δημιουργεί τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι δεινότερος κάθ' άλλου φυσικού πράγματος, αλλά και των θεών, που 'ναι φυσικοί διότι αυτός είναι υπερφυσικός. Μόνος μεταξύ των όντων, θνητών κι αθανάτων, αυτοαλλοιώνεται. Κι αν κανείς πει πως αυτή η διαύγαση του κειμένου εισάγει ιδέες σύγχρονες, ξένες για την Ελλάδα του 5ου αιώνος, ας θυμηθεί τις "ανθρωπογονίες" του Δημοκρίτου και μερικών μεγάλων σοφιστών, όσο και τα δυνάμει στοιχεία τα ενυπάρχοντα στον Θουκυδίδη, τόσο στην "Αρχαιολογία" του όσο και στον "Επιτάφιο" λόγο του Περικλέους. Ο αθηναϊκός 5ος αιώνας έδειξε χειροπιαστά την ιδέα της ανθρώπινης αυτοδημιουργίας -κι έπρεπε να επέλθει η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο κι η πλατωνική αντίδραση για να πνίγουν και να ταφούν αυτά τα σπέρματα. Κι αύτη η αντίδραση ήταν τόσο ισχυρή, ώστε κυριάρχησε σχεδόν τελείως στην ευρωπαϊκή ερμηνεία αυτής της σύλληψης του 5ου αιώνος.

Το δεύτερο περίφημο χορικό της Αντιγόνης, αφιερωμένο στον έρωτα, διαφωτίζει άλλες όψεις της ποιητικής δημιουργικότητας της αδιαίρετης πολυσημίας. Έρχεται μετά τη διαμάχη μεταξύ του Κρέοντα και του γιου του Αίμονα, που εγκαταλείπει τη σκηνή απειλώντας τον (θ' αυτοκτονήσει λίγο μετά). Ο χορός υμνεί τη δύναμη του ανίκητου Έρωτα (ανίκατε μάχαν). Του έρωτα που ενεδρεύει στα τρυφερά κι απαλά μάγουλα της νεανίδος (εν μαλακαίς παρειαίς νεανίδος εννυχεύεις), και συνεχίζει:



Νικά δ' εναργής βλεφάρων

ίμερος ευλέκτρου νύμφας



Ο Μαζόν μεταφράζει, στην έκδοση Βudé: "Ποιος λοιπόν θριαμβεύει εδώ; Είναι προφανές πως είναι η επιθυμία των ματιών της παρθένου που προορίζεται για το κρεβάτι του συζύγου της". Όλα πρέπει να τα ξαναπιάσουμε από την αρχή, σ' αυτή τη δειλή και βικτωριανή μετάφραση, και που τη παραθέτω για να δείξω μια ακόμη φορά το Γολγοθά του καλού σύγχρονου μεταφραστή. Ας το πάρουμε λέξη προς

λέξη αυτό το παράθεμα:
Νικά, είναι ο νικητής, υπερισχύει·
ίμερος, η επιθυμία, ο πόθος·
εναργής: σ' ένα φιλοσοφικό κείμενο θα μεταφράζαμε προφανής, εναργής, εδώ όμως πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο· η λέξη εναργής προέρχεται από τη ρίζα της λέξεως αργός, που δίδει αργυρός (κι argentum, στα λατινικά) κι υποδεικνύει τη λάμψη, τη λαμπρότητα, το φως· ίμερος εναργής είναι συνεπώς η έκδηλη, η

εκτυφλωτική επιθυμία. Επιθυμία τίνος;
Βλεφάρων ευλέκτρου νύμφας. Δε πρόκειται περί μιας λογοδοσμένης παρθένου, προορισμένης για το κρεβάτι του συζύγου της· το κείμενο ομιλεί για τη νεόνυμφη, κι εν πάσει περιπτώσει για τη κοπέλα σ' ώρα γάμου, όπως το δείχνει ο επιθετικός προσδιορισμός εύλεκτρος. Πρέπει να πούμε τα πράγματα με τ' όνομά τους κι οι Αρχαίοι δε φοβούνταν να το κάνουν. Λέκτρον είναι το κρεβάτι, ευ είναι το καλό. Μια εύλεκτρος γυναίκα είναι κείνη της οποίας το κρεβάτι είναι καλό, που είναι δηλαδή καλή στο κρεβάτι και για το κρεβάτι -καλοκρέβατη θα λέγαμε εύκολα στα νεοελληνικά, πράμα που μεταφράζει κατά λέξη και πιστά το εύλεκτρος. Μένει η γενική: βλεφάρων, των ματιών. Των ματιών τίνος; To Liddell-Scott, παραπέμποντας στον στίχο, μεταφράζει: "desire breaming from the eyes", πρόκειται συνεπώς για την επιθυμία, της οποίας η νεαρή κόρη είναι το υποκείμενο· ο Μαζόν κρατεί την αμφισημία, που είναι όμως σημαντικό να διασαφηνίσουμε.

Πρόκειται τόσο για την επιθυμία της νεαρής γυναίκας, όσο και για την

επιθυμία για τα μάτια της, συνεπώς για την επιθυμία προς τη νεαρή γυναίκα. Η επιθυμία προέρχεται από τα μάτια της νεαρής γυναίκας και κατευθύνεται προς τα μάτια της νεαρής γυναίκας. Ένας μέγας ποιητής της νεότερης πεζογραφίας, ο Προύστ (Proust), εκφράζει την ίδια κατάσταση σε μια υπέροχη σελίδα της "Αναζήτησης". Κατά τη διάρκεια της εσπερίδας στους "κήπους της λεωφόρου Γκαμπριέλ", στο μέγαρο της πριγκίπισσας ντε Γκερμάντ, ο αφηγητής συνομιλεί με τον Σουάν -ένα Σουάν πολύ άρρωστο, που αγγίζει το τέλος της ζωής του- για την υπόθεση Ντρέυφους και για την άνοδο του αντισημιτισμού, που τον βασανίζουν, όταν περνά ο βαρώνος ντε Σαρλύ κι αρχίζει τις υπερβολικές διαχύσεις και φιλοφρονήσεις προς τη μαρκησία ντε Συρζίς, ερωμένη του αδελφού του:



[...] η μαρκησία, γυρνώντας, έστειλε ένα χαμόγελο κι έτεινε το χέρι της στον Σουάν που είχε σηκωθεί για να τη χαιρετήσει. Αλλά -σχεδόν απροκάλυπτα, καθώς η προχωρημένη ήδη ηλικία του είχε αφαιρέσει είτε την ηθική βούληση, από αδιαφορία για τη γνώμη των άλλων, είτε τη σωματική δύναμη, εντείνοντας την επιθυμία κι εξασθενώντας τους μηχανισμούς που συντελούνε στην συγκάλυψη της- μόλις ο Σουάν, καθώς έσφιγγε το χέρι της μαρκησίας, είδε το στήθος της από πολύ κοντά κι από ψηλά, βύθισε ένα βλέμμα προσεκτικό, σοβαρό, απορροφημένο, σχεδόν

επίφροντι, στα βάθη του μπούστου της και τα ρουθούνια του, που τα μεθούσε το άρωμα της γυναίκας, σκίρτησαν σαν πεταλούδα έτοιμη να πετάξει για να σταθεί πάνω στο λουλούδι που ξεχώρισε. Μονομιάς ξέφυγε από τον ίλιγγο που τον είχε πιάσει κι η ίδια η κυρία ντε Συρζίς, αν κι ενοχλημένη, έπνιξε μια βαθιά αναπνοή, τόσον η επιθυμία είναι καμιά φορά μεταδοτική.



Ο Σουάν βυθίζει το βλέμμα του στο κορσάζ της μαρκησίας -που εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ντεκολτέ, χάριν της εσπερίδος- κι η μαρκησία, που ενώ δεν έχει μάτια στην άκρη των μαστών, αισθάνεται να τη κοιτάζουν εκεί και ταράσσεται απ' αυτό το βλέμμα. Αυτή είναι η διπλή πραγματικότητα της επιθυμίας. Ας επισημάνουμε εδώ την ακρίβεια, τη πρωτοτυπία και τη λεπτότητα των επιθέτων του Προύστ -βλέμμα προσεκτικό, σοβαρό, απορροφημένο, σχεδόν επίφροντι- αλλά και τη συσσώρευσή τους για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.



5). Ο Παρμενίδης μιας προσφέρει ένα διαφορετικό παράδειγμα σημασιακού πλούτου με αφετηρία αυτή τη φορά τη γραμματική κι όχι το λεξιλόγιο:



Λεύσσε δ' όμως απεόντα νόωι παρεόντα βεβαίως



Σκέψου πως τα απόντα είναι με πλήρη βεβαιότητα παρόντα με το νου



Νόωι είναι η δοτική του νους κι εδώ η λέξη σημαίνει αναμφισβήτητα σκέψη ή πνεύμα. Μία μεταξύ άλλων επιπλέον κακοποιημένη φράση από τον Χάιντεγκερ, ο οποίος μεταφράζει το νόωι ως Vemehmen, αντιλαμβάνομαι, αντίληψη. Η φράση του Παρμενίδη σ' αυτή τη μετάφραση γίνεται άμεσος παραλογισμός· πώς τα απόντα μπορούν να είναι παρόντα μέσω της αντίληψης, της οποίας εξ ορισμού το αντικείμενο είναι ένα πράγμα απλώς κι αμέσως παρόν; Ασφαλώς, το αντιλαμβάνομαι είναι κι αυτό μια από τις πρώτες σημασίες του νοείν, αλλά καθόλου η μόνη. Ο Χάιντεγκερ πλανάται μες στη μανία του ν' αποπλατωνίσει τους προσωκρατικούς όρους. Νόος σημαίνει ακριβώς σκέψη, πνεύμα, ήδη από τους πρώτους στίχους της Οδύσσειας. "Ο Οδυσσεύς " λέγει ο Όμηρος, "πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω", γνώρισε (κατάλαβε) τη σκέψη, τον τρόπο του σκέπτεσθαι. Νόος, στον στίχο αυτόν του Παρμενίδη, είναι η ικανότητα να φέρουμε στο παρόν με απόλυτη βεβαιότητα αυτό που δεν βρίσκεται εδώ. Το απεόν, "αυτό που δε βρίσκεται δω", μπορεί να 'ναι ανάμνηση, απόν πρόσωπο, μαθηματικό θεώρημα ή ύπαρξη ανθρώπων από αμνημονεύτων χρόνων. Ο νους μπορεί να καταστήσει παρόντα όλ' αυτά τα αντικείμενα, έστω και φυσικώς απόντα. Είναι σαφές ότι ο όρος, με αφετηρία το παραπάνω ποιόν του, πρέπει να κατανοηθεί ως εμπεριέχων τόσο τη φαντασία όσο και τη μνήμη. Πώς να μεταφράσει κανείς σε μια νεότερη γλώσσα που δεν κλίνει τις λέξεις, όπως τα γαλλικά, αυτή τη δοτική νόωι; Εδώ ενεργοποιούνται όλες σχεδόν οι χρήσεις της δοτικής που απαριθμούνται στις γραμματικές· η επιλογή μιας εξ αυτών δεν προσφέρει μετάφραση, είναι μια ερμηνεία-ακρωτηριασμός. Αυτή η δοτική είναι οργανική, μέσω του νου τα απόντα καθίστανται παρόντα· είναι τοπική, καθίστανται παρόντα στον νου· είναι χαριστική (χάριν του..., for the sake of), τα απόντα γίνονται παρόντα για τον νου· είναι δοτική αντικειμενική, αφού αυτό το "καθίσταται παρόν" αποβλέπει στον νου· κι είναι ασφαλώς κατ' εξοχήν υποκειμενική: τα απόντα είναι παρόντα στον νου, όχι με την έννοια του τόπου, αλλά του υποκειμένου, που ενώπιόν του τα απόντα καθίστανται παρόντα.



II. Θέλησα να φωτίσω ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και τον τρόπο με τον οποίο ή ποίηση το χρησιμοποίησε. Οι σημασιακές κι εκφραστικές δυνατότητες μιας πρωτογενούς γλώσσας, όπως η αρχαία ελληνική, δε ξαναβρίσκονται στις νεότερες ευρωπαϊκές. Οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ποιητές διάλεξαν άλλους δρόμους για να φθάσουν σε αποτελέσματα συγκρίσιμα σ' ένταση. Μια

ελάχιστα έστω συστηματική διερεύνησή τους θα ήταν έργο τεράστιο κι ασφαλώς δίχως τέλος· θα προσπαθήσω εδώ να διασαφήσω εν είδει παραδείγματος μια περίπτωση που έχει πιστεύω γενικότερη σημασία. Πρόκειται για τον περίφημο μονόλογο του Μάκβεθ στην Πέμπτη Σκηνή της Ε' Πράξεως της ομώνυμης τραγωδίας.

Υπενθυμίζω εν συντομία το πλαίσιο του έργου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι στίχοι που προτίθεμαι να συζητήσω.
Ο Μάκβεθ, Σκώτος στρατηγός, γυρνώντας μετά από μια νικηφόρο μάχη, συναντά τρεις μάγισσες που του προλέγουν ότι θα γίνει βασιλιάς της Σκωτίας. Λίγο καιρό μετά, ό βασιλιάς Ντάγκαν τον επισκέπτεται κι ο Μάκβεθ, παρακινούμενος από τη γυναίκα του που είχε ενημερώσει για την προφητεία των μαγισσών και που θα γίνει εφεξής κακός του δαίμονας που οδηγεί το χέρι, σκοτώνει τον βασιλιά στον ύπνο του κι ανέρχεται στον θρόνο. Μετά από πολλά άλλα «προληπτικά» εγκλήματα, γίνεται εξέγερση στη Σκωτία κι ο στρατός, υπό την αρχηγία ενός Σκώτου ευγενούς, του Μάκντοφ, τον πολιορκεί στον πύργο του στο Ντάνσινεν. Λίγο πριν από την πολιορκία, ο Μάκβεθ, βασανισμένος από τις μόνιμες αϋπνίες στις οποίες καταδικάστηκε κι από την τρέλα στην οποία περιήλθε η λαίδη Μάκβεθ υπό το βάρος των εγκλημάτων της, ξαναεπισκέπτεται τις μάγισσες που του προλέγουν ότι δεν θα νικηθεί παρά μόνο τη μέρα που το δάσος του Μπέρναμ θα κινήσει να 'ρθει στο Ντάνσινεν κι ότι «καμιά γυναίκας γέννα δε θα μπορέσει ποτέ να τον αφανίσει». "Fear not till Burnam wood do come to Dunsinane" (μη φοβού, παρά μόνο την ώρα πού το δάσος του Μπέρναμ θα 'ρθει στο Ντάνσινεν).

Η αμφισημία που υπάρχει στα λόγια των μαγισσών είναι αντάξια των δελφικών χρησμών. Πράγματι, σε μιά στιγμή της πολιορκίας, οι στρατιώτες του Μάκντοφ, τη προσταγή του, αποσπούν κλαδιά από τα δένδρα του δάσους του Μπέρναμ και βαδίζουν καμουφλαρισμένοι προς το κάστρο. Έτσι αναγγέλλεται στον Μάκβεθ ότι το δάσος του Μπέρναμ βαδίζει εναντίον του. Και τέλος, κατά τη διάρκεια της τελικής μονομαχίας με τον Μάκντοφ, ο Μάκβεθ του λέγει: «Δεν σε φοβούμαι, κανείς από γυναίκα γεννημένος δεν θα μπορέσει να με σκοτώσει», για να λάβει την απαντήση: «Πέθανε τότε, μιά κι από την κοιλιά της [πεθαμένης] μάνας μου με βγάλανε»!

Η Πέμπτη Σκηνή της τελευταίας Πράξεως της τραγωδίας, της Ε', τοποθετείται στο μέσον της. Ή Σκηνή αρχίζει με την είσοδο της λαίδης Μάκβεθ που κρατά ένα κερί στο σκοτάδι. Η λαίδη βρίσκεται υπό το κράτος παραληρήματος, που, για τον θεατή, είναι απολύτως λογικό. Διότι αυτό το παραλήρημα είναι φτιαγμένο με ανάμικτα κομμάτια της ιστορίας, που ο θεατής παρακολούθησε στις προηγούμενες Πράξεις. Η λαίδη Μάκβεθ προσπαθεί να καθαρίσει από τα χέρια της τους φανταστικούς λεκέδες από το αίμα του βασιλιά Ντάγκαν: «Ακόμα μυρίζει αίμα εδώ κι όλα τα μυρωδικά της Αραβίας δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπλύνουν τούτο το χεράκι»· και μιλά στον άνδρα της λέγοντάς του: «Σουτ, σουτ, πρέπει να ενεργήσουμε σιγά» κι όλα τα κομμάτια αυτού του παραληρήματος τελειώνουν με μια φρικιαστική επωδό: "What is done can not be undone" («Ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται»). Εισέρχονται μία κυρία της ακολουθίας της κι ένας γιατρός, που, αφού ακούσει τη λαίδη, λέγει: «Ό,τι συμβαίνει εδώ υπερβαίνει την τέχνη μου». Μετά από τρεις άλλες Σκηνές, η Πέμπτη αρχίζει μ' έναν από τους κυριότερους υπαρχηγούς του Μάκβεθ, τον Σέιτον, που έρχεται να τον δει. Ο Μάκβεθ τον ρωτά: «Τί είναι αυτή η κραυγή που άκουσα στον πύργο»; Ο Σέιτον του απαντά: "The Queen, my Lord, is dead" («Η βασίλισσα, Κύριε μου, πέθανε»). Κι έρχονται τώρα οι δέκα στίχοι του Μάκβεθ που θα συζητήσω και που αρχίζουν ως έξης:



She should have died hereafter,

There would have been a time for such a word


Έπρεπε να 'χε πεθάνει αργότερα, που θα 'βρίσκε

Και την κατάλληλή του ώρα ένας τέτοιος λόγος



Η συνέχεια λειτουργεί κατά τον τρόπο ενός αυθόρμητου, συνειρμικού αυτοσχεδιασμού, τυπικού των μονολόγων του Σαίξπηρ και που, απ' όσο ξέρω, δεν υπάρχει πριν από αυτόν, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει μ' αυτό τον πλούτο και μ' αυτή την ένταση:



Tomorrow and tomorrow and tomorrow

Creeps in this petty pace from day to day

To the last syllable of recorded time; And

all our yesterdays have lighted fools The

way to dusty death.



To αύριο και το αύριο και πάλι το αύριο σέρνεται

με το μικρό του βήμα μέρα με την ημέρα

μέχρι την έσχατη συλλαβή του εγγεγραμμένου χρόνου·

Κι όλα τα χτες μας φώτιζαν τρελούς

στον δρόμο τους για τη σκόνη του θανάτου.


Out, out, brief candle!


Σβήσε, σβήσε λιγόζωο κερί!



Και τώρα έρχονται οι πέντε περίφημοι στίχοι, στους οποίους θα επιμείνω:



Life's but a walking shadow;

A poor player that struts and frets his hour upon the stage,

And then is heard no more.

It is a tale told by an idiot, full of sound and fury, signifying

nothing!



Σκιά πού διαβαίνει είν' η ζωή

άθλιος θεατρίνος που καρπώνεται χαραμίζοντας την ώρα του

στη σκηνή

και πια δεν ξανακούγεται.

Μιά ιστορία ιστορημένη απ' έναν ανόητο, γεμάτη θόρυβο κι οργή,

δίχως κανένα νόημα.



Μου φαίνεται πως βρισκόμαστε σε μιά συνειρμική διαδικασία, τυπικά σαιξπηρική. Θα μπορούσαμε ν' αναφέρουμε πολλά άλλα παραδείγματα, έν από τα ωραιότερα είναι ο μονόλογος του Ριχάρδου Β' στη Δεύτερη Σκηνή της Γ' Πράξης του ομώνυμου έργου. Θα περιορισθώ στον πασίγνωστο μονόλογο του 'Αμλετ "To be or not to be", για να εξηγήσω τι θεωρώ συνειρμική διαδικασία. Το σημαντικό σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι ότι το πρόσωπο μιλεί κατά τρόπο συγχρόνως αυθόρμητο και «φυσικό»· τούτο συμβαίνει ευρύτατα στην ελληνική τραγωδία και σε κάθε θεατρικό έργο που στέκει. Εαν ένα πρόσωπο δεν ομιλεί αυθόρμητα και «φυσικά», το έργο είναι απλούστατα κακό. Στον Σαίξπηρ όμως, τα πρόσωπα μιλούν σα ν' αυτοσχεδιάζουν κατά τρόπο που φαινομενικά συνδέεται πολύ έμμεσα με την κατάσταση, αφήνονται σ' ένα χείμαρρο ιδεών που η μιά καλεί την άλλη αναπάντεχα, και που δεν επιβάλλονται, αλλά τότε εντονότατα, παρά μόνο εκ των υστέρων. Ο 'Αμλετ ξεκινά με μιαν αναπάντεχη ερωτήση: "Να υπάρχει κανείς ή να μην υπάρχει. Αυτό είναι το ζήτημα". Και συνεχίζει: "Είναι ευγενέστερο να υποφέρει κανείς ή να πάρει τ' άρματα". Περιγράφει τις αθλιότητες της υπάρξης, που λίγη σχέση έχουν με την πραγματική του κατάσταση, και φτάνει στη διερεύνηση του άλλου όρου του διλήμματος:



To be or not to be...

To die, to sleep -to sleep, perchance to dream,
ay, there's the rub



Να υπάρχει κανείς η να μην υπάρχει

Ο θάνατος, ο ύπνος -να κοιμηθείς, ίσως να ονειρευθείς

Αχ, εδώ είν' ο κόμπος.



Ο κόμπος, το δράμα, το άγχος πού ζώνει το αδιέξοδο της ζωής. Ποιός ξέρει ποιά θα μπορούσαν να είναι τα όνειρα αυτού του ύπνου κι αν δεν ήσαν μήπως χειρότερα από τη ζωή στον ξύπνο της; Να υπάρχεις, να μην υπάρχεις, να πεθάνεις, να κοιμηθείς, να ονειρευτείς, το όνειρο, ο εφιάλτης, αποτελούν συνειρμική συναλύσωση.

Επανέρχομαι στο κείμενο του Μάκβεθ. Η βασίλισσα πέθανε -θα μπορούσε να είχε πεθάνει αργότερα, θα μπορούσε αργότερα να βρεθεί θέση για μιά τέτοια λέξη, μα όχι τώρα, όχι όταν οι καταστροφές συσσωρεύονται. Αλλά ο Μάκβεθ συνέρχεται αμέσως, ειρωνεύεται τον ίδιο τον εαυτό του· αργότερα, δηλαδή ακόμη μια φορά κι όπως για όλους τους άλλους ανόητους, αύριο και αύριο και αύριο... Λέγομε πάντοτε αύριο, αλλ' αυτό το αύριο, αντί να είναι ο τόπος πού εκπληρώνεται η ελπίδα, δεν είναι παρά κείνο που μας αλυσοδένει και μας αναγκάζει να συρόμεθα μέρα τη μέρα, ως την ύστατη συλλαβή του εγγεγραμμένου χρόνου. Συλλαβή, ίσως η τελευταία λέξη του θνήσκοντος; Κι εγγεγραμμένη πού; Από ποιόν; Εγγεγραμμένη εκ των προτέρων, όπως ο χρόνος που μας ορίζεται ως τον χουν του θανάτου, όπως τα λίγα λεπτά που δίδονται στον πτωχό ηθοποιό. Και από το αύριο περνά στο χθες, αφού όλα αυτά τα αύριο μεταβάλλονται, με το μικρό τους έρπον βήμα, σε χθες που εμφανίζονται , εκ των υστέρων, ως παγίδες, ως καταπακτές που εξαπάτησαν εμάς τους ανόητους, φωτίζοντας τη μόνη οδό πού μπορούμε ποτέ να πάρουμε, το δρόμο προς τη σκόνη του θανάτου. Σβήσε λοιπόν, σβήσε, κεράκι της ζωής. Κι έρχονται τότε οι τρεις υπέροχες μεταφορές που γλυστρούν οι μεν στις δε κι ανοίγουν, άνθη δηλητηριώδη και θανάσιμα, σε μιά κινηματογραφική κίνηση. Η ζωή, η ζωή μας, είναι μιά φευγαλέα σκιά· κι είναι επίσης ένας άθλιος θεατρίνος που χαραμίζει τον χρόνο του για να εμφανισθεί στη σκηνή· κορδώνεται, κομπάζει και χειρονομεί, όμως η ώρα του σύντομα περνά και δεν ακούγεται πια· τί είν' όλ' αυτά, είναι μιά ιστορία που την εξιστορεί ένας ανόητος, παράφορη και θορυβώδης, δίχως καμιά σημασία.

Περνάμε από τη μια μεταφορά στην άλλη, σε μια κίνηση αύξουσας ανόδου που φτάνει στο ζενίθ με την ιστορούμενη από έναν ανόητο ιστορία. Γιατί κεράκι; Μόλις μάθαμε για τον θάνατο της λαίδης Μάκβεθ και τούτο, συνδεόμενο μ' αυτό τον παλαιότατο ποιητικό τόπο, το κεράκι της ζωής που καίγεται ή σβήνεται από κάποια Μοίρα, μας υπενθυμίζει πως η λαίδη, κρατώντας το, εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο δωμάτιο λίγο πριν σβήσει. 'Αλλος τόπος: η ζωή είναι διαβαίνουσα, φευγαλέα σκιά· ο Πίνδαρος είχε ήδη γράψει, με μεγαλύτερη ένταση, «σκιάς όναρ άνθρωπος», εδώ όμως ο κοινός τόπος της μεταφοράς αναζωογονείται κι ανανεώνεται πλήρως από τα συμφραζόμενα, από την αρμονική της μελωδία· η μελωδική γραμμή που συνεχίζεται βρίσκεται σε αρμονική συνήχηση με τα προηγούμενα. Διότι μόλις είδαμε στη σκηνή μιά σκιά να διαβαίνει, είναι η λαίδη Μάκβεθ, ήταν εκεί, βάδιζε παραληρούσα πριν σβήσει. Ήταν όμως κι η ζωή, αυτή η σκιά που βάδιζε, η ζωή τού Μάκβεθ, ο κακός δαίμων του κι η ζωή του απλώς. Ήταν αυτή που, όταν το θάρρος του, η ψυχή του δείλιασε τη στιγμή της δολοφονίας τού βασιλιά, τον ενθάρρυνε, τον επανέφερε στην κρεβατοκάμαρα τού βασιλιά και τον έκανε να πραγματοποιήσει το έγκλημά του, αυτή ήταν που τον ώθησε να δολοφονήσει τον Μπάνκο, αυτή που τον στηρίζει όταν το φάντασμα του Μπάνκο, σκοτωμένου από τους άνδρες του Μάκβεθ, μπαίνει στην τραπεζαρία, όπου προδοτικά είχε προσκληθεί. Αυτή που πάντα τον εμψύχωνε -είναι αυτή, η σκιά που είδαμε μόλις να βαδίζει, σκιά του εαυτού της παραληρούσα. Αυτή η ζωή, poor player, πτωχέ, άθλιε θεατρίνε, που δεν σου δόθηκαν συνολικά παρά μόνο λίγα λεπτά πάνω στη σκηνή, τα λίγα λεπτά της ζωής μας πάνω στη σκηνή του κόσμου, όπου κομπάζουμε και κορδωνόμαστε. 'Αθλιος θεατρίνος, διότι, ό,τι κι αν κάνει, το αποτέλεσμα θα είναι άθλιο, όπως άθλια ήταν η λαίδη που είδαμε και που ο χρόνος της στη σκηνή τελείωσε. Δεν θα τη ξανακούσουμε να μιλά, δεν θα ξανακούσουμε να μιλούν γι' αυτήν. Αλλά είναι ο Μάκβεθ ο ίδιος αυτός ο πτωχός θεατρίνος, που η ώρα του βαίνει προς το τέλος της. Στο επίπεδο του έργου, η υπόθεση θα λήξει· απεσύρθη στο κάστρο του Ντάνσινεν, όπου πολιορκείται από τους εχθρούς του, χωρίς ελπίδα διαφυγής, η δε πρώτη προφητεία των μαγισσών πραγματοποιήθηκε με μιαν αποτρόπαιη αναστροφή της αδυνατότητας σε πραγματικότητα. Στο επίπεδο του θεάματος, ο θεατής το ξέρει, το έργο βαίνει προς το τέλος του, είναι η Ε' Πράξη. Κι εκείνος που λέγει ότι η ζωή είναι ένας πτωχός θεατρίνος που τρώει την ώρα του στη σκηνή είναι ο ίδιος, όχι in dicto αλλά in re, ένας ηθοποιός, που η ώρα του των θεατρινισμών βαίνει προς το τέλος της. Ο Μάκβεθ μιλεί για τον εαυτό του κι ο ηθοποιός που παίζει τον Μάκβεθ μιλεί για τον εαυτό του.

Όλ' αυτά είναι μια ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο. Ας σημειώσουμε την ετυμολογική συγγένεια, a tale told, ιστορημένη ιστορία. Full of sound and fury, γεμάτη θόρυβο κι οργή. Sound είναι ο ήχος, όμως εδώ είναι προφανές πώς πρόκειται για θόρυβο. Ο Σαίξπηρ -όπως κι εμείς- δεν ακούει στη ζωή ένα μουσικό μέλος, ακούει θόρυβο. Μια ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο. Η σύνδεση των μεταφορών φθάνει σε μιά ρήξη που δεν καταργεί τη συνέχεια. Η συνέχεια είναι πως το ανάφορο είναι πάντοτε το αυτό, η ζωή. Η ρήξη είναι πως υπάρχει διέξοδος προς άλλο επίπεδο. Οι δύο πρώτες μεταφορές -η ζωή σκιά διαβαίνουσα, η ζωή άθλιος θεατρίνος που χειρονομεί- είναι, ούτως ειπείν, εξωτερικές, είναι εικόνες ή συγκρίσεις. Κάποιος ομιλεί εκ των έξω, επιθεωρεί, συγκρίνει κι αποφαίνεται. Αυτή η εξωτερικότητα είναι ενσωματωμένη στην ύφανση της μεταφοράς· για να υπάρξει σκιά πρέπει να υπάρχει φως, για να υπάρξει ηθοποιός πρέπει να υπάρχει θέατρο και θεατής. Η α-πραγματικότητα της ζωής συλλαμβάνεται σε αναφορά προς μία πραγματικότητα που αντιτίθεται σ' αυτή και χωρίς την οποία η μεταφορά δεν θα είχε νόημα. Όταν όμως φθάνουμε στην ιστορία που ιστορεί ο ανόητος, όλα καταβυθίζονται μες στην ίδια τη μεταφορά, δεν υπάρχει πια εξωτερική αντίθεση, η μεταφορά διεστάλη μέχρι του σημείου ν' απορροφήσει μέσα της όλη την πραγματικότητα. Η ζωή είναι μια ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο, γεμάτη θόρυβο κι οργή, δίχως κανένα νόημα· και τούτο αφορά το παν, εσάς, εμένα, τον συγγραφέα, τον θεατή, τον Μάκβεθ, τον θεατρίνο, τον ομιλητή, τον ακροατή, τη ζωή και το θέατρο που την εκπροσωπεί. Ο χώρος κυκλώνεται, μαύρη τρύπα που αυτοκαταρρέει. Αν κατανοούμε τους όρους αυτής της φράσης μέσω της διαφοράς και της αντίθεσης, όπως το κάνουμε υποχρεωτικά για κάθε φράση σε κάθε γλώσσα, τούτο οφείλεται αποκλειστικά στις ανάγκες αυτής της ίδιας της κατανόησης· δεν είναι μέσα στη μεταφορά. Οι δύο πρώτες μεταφορές τοποθετούν τη ζωή σε κάτι και σε αντίθεση προς κάτι άλλο -τη σκιά στο φως, την αυταπάτη του άθλιου θεατρίνου επί σκηνής στην εκτός θεάτρου πραγματικότητα. Η μεγαλοσύνη του Σαίξπηρ έγκειται, σ' αυτή την τρίτη μεταφορά, ότι κονιορτοποιεί το μηδέν που είναι το παν. Είναι η απόλυτη μεταφορά κι είναι, όπως θα λέγαμε στα μαθηματικά, αλγεβρικώς κλειστή. Και δε λέει κάτι για τη ζωή σχετικά με κάτι άλλο από τη ζωή, τοποθετεί το παν στη ζωή κι αυτή η ζωή είναι παράλογη και λέγει η ίδια για τον εαυτό της πως είναι παράλογη, είναι ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο, αυτό είναι κείνο που συμβαίνει επί σκηνής και μεταξύ σκηνής και θεατών. Ο Μάκβεθ, ο ηθοποιός που παίζει τον ρόλο του κι ο θεατής που τον βλέπει είναι το αυτό, είναι η παράλογη ιστορία που λέει για τον εαυτό της πως είναι παράλογη ιστορία, ο ομιλών μετέχει της παραλόγου ιστορίας, η δε κατανόηση, μες στην παράλογη αυτή ιστορία, ότι βρισκόμαστε σε μια παράλογη ιστορία, αποτελεί μέρος της ιστορίας και του παραλογισμού της, όλα κι όλοι αποτελούν μέρος της.

Αυτή η απόφανση διαφεύγει του Επιμενίδη, δε λέει «ψεύδομαι» δε λέει «αυτό που λέω είναι παράλογο». Η απόφανση είναι αληθής εις το τετράγωνο. Το παράλογο της ζωής δεν καταργείται, αν κάποιος ζωντανός διαπιστώσει πως «η ζωή είναι παράλογη», αντιθέτως ενισχύεται, διότι, ακριβώς, σε τί χρησιμεύει, αν η ζωή είναι παράλογη, να το γνωρίζομε; Αυτή η γνώση είναι παράλογη, δεν σημαίνει πραγματικά τίποτε. Η απόφανση αυτοεπιβεβαιώνεται, γνωρίζοντας το παράλογο της ζωής το ενισχύομε. Από την ταπεινά ανθρώπινη άποψη, η ζωή ασφαλώς θα ήταν λιγότερο παράλογη, αν δεν το ξέραμε πως είναι παράλογη. Όλες οι θρησκείες έρχονται να καταθέσουν, να διαβεβαιώσουν ότι η ζωή δεν είναι παράλογη ή, εάν είναι, ότι υπάρχει κι άλλη ζωή, που για λόγους μυστηριώδεις (και στην πραγματικότητα παράλογους) δεν είναι, αυτή, παράλογη. Αυτόν τον παραλογισμό, οι Έλληνες τον γνώριζαν καλά κι ο Αισχύλος τον γνώριζε όταν βάζει τον Προμηθέα να λέει πως "εμφύσησε στους θνητούς τυφλές ελπίδες".

Το μεγαλείο του ποιήματος παίζει εδώ πάνω σε αυτό το ξεδίπλωμα, σ' αυτή τη διαστολή της μεταφοράς. Βέβαια, υπάρχει επίσης, ανά πάσα στιγμή, η λέξη, η απρόσμενη λάμψη κι ακρίβεια των κατ' ιδίαν λέξεων -ο ηθοποιός, που struts and frets, που καμαρώνει, κομπάζει, κορδώνεται στη σκηνή, η ιστορία η ιστορημένη από έναν ανόητο, στην άμεσή της οπτική παραπομπή στο θέαμα της λαίδης, που η αληθινή ζωή της κι η αλήθεια της ζωής έγιναν παραλήρημα· αυτό που αφηγείται η λαίδη είναι ένας ιστός παραλογισμών κι οι παραλογισμοί αυτοί είναι αληθινοί για κείνον που γνωρίζει την υποθέση· ομιλεί για κηλίδες αίματος, για τον φόνο του βασιλιά και για όλα τα άλλα, τελικά όμως αυτή η πραγματικότητα είναι η ίδια ένας ιστός παραλογισμών, αφού όλα αυτά τα εγκλήματα διεπράχθησαν για την αρπαγή και την κάρπωση του στέμματος, το δε τελικό τους αποτέλεσμα είναι η τρέλα κι ο θάνατος της λαίδης κι η επικείμενη καταστροφή του Μάκβεθ. Κι εδώ πάλι υπάρχουν τρία διαδοχικά επίπεδα. Η ακρίβεια κι ο πλούτος των λέξεων υπάρχουν κι εδώ, όπως και σ' όλους τους μεγάλους νεότερους ποιητές, αλλ' ο Σαίξπηρ πρέπει να υφάνει το ποιητικό νόημα περνώντας από την εκτυλιγμένη μεταφορά, δε μπορεί πια να το βρεί, όπως η Σαπφώ, ο Αισχύλος ή ο Σοφοκλής, στην ίδια τη λέξη και στην αδιαίρετη πολυσημία της.


Ένας άλλος τύπος, συγγενής αλλά βαθιά διαφορετικός, είναι αυτό που θα μπορούσαμε ν' αποκαλέσουμε πολυσημασιακή μεταφορά ή εικόνα. Εδώ, η λέξη είναι «μονοσήμαντη»· δεν είναι η ίδια η λέξη που εμφανίζει μιαν αδιαίρετη πολυσημία, αλλά οι παραπομπές που αναδύονται αμέσως, πολλαπλές και βαρύτατης σημασίας. Lider, στα γερμανικά, σημαίνει βλέφαρα και μόνον βλέφαρα. Ας παρατηρήσουμε όμως την πυκνότητα αυτής της λέξης στην επιτάφιο επιγραφή που έγραψε ο Ρίλκε για τον εαυτό του:



Rose, oh reiner Widerspruch, Lust Niemandes

Schlaf zu sein unter soviel Lidern



Ρόδο, ώ καθαρή αντίφαση, χαρά

Να μην είσαι ο ύπνος του κανενός κάτω από τόσα βλέφαρα.



Για ποιά βλέφαρα πρόκειται; Ο νεκρός, που είναι κανείς, Niemand, ούτις, κοιμάται πίσω από τα βλέφαρά του. Κοιμάται υπό τα βλέφαρα του νεκροσέντονου και του φερέτρου και κοιμάται υπό τα πολλαπλά στρώματα χώματος που τον καλύπτουν. Κοιμάται κάτω από τα αναρίθμητα βλέφαρα των πεπραγμένων του βίου και της πολιτείας του, των ρόλων που ενεδύθη, αυτού που υπήρξε για τους μεν και για τους δε. Κι όλα αυτά τα βλέφαρα χρειάζονται για να καλύψουν -τί; Κανέναν, Niemand, ούτιν.



III. Αυτά τα παραδείγματα αποσκοπούσαν να φωτίσουν, μέσω της αντίθεσής τους, μιαν όψη της διαφοράς μεταξύ της αρχαίας ελληνικής ποίησης και της νεότερης ευρωπαϊκής, θα επιχειρήσω τώρα να εξαγάγω μερικά γενικότερα συμπεράσματα. Κάνοντας τούτο, θα οδηγηθώ εις το να διατυπώσω υποθέσεις και να εκφράσω γνώμες και τις μεν και τις δε εξαιρετικά παρακινδυνευμένες και λόγω της φύσης του θέματος και λόγω της αδυναμίας των μέσων που διαθέτω, αφού γνωρίζω σχετικά καλά μόνο πέντε γλώσσες (αρχαία και νέα ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά) και μέτρια άλλες τρεις (λατινικά, ιταλικά κι ισπανικά)· μ' άλλα λόγια, δεν είμαι οικείος παρά μόνο μ' ένα περιορισμένο μέρος του ινδοευρωπαϊκού συνόλου. Kείνο που μου δίδει το θάρρος ν' αναλάβω παρoλαυτά κι ιδίω κινδύνω, αυτή την προσπάθεια είναι η σχεδόν γενική, όπως μου φαίνεται, παραμέληση, από το τέλος της «κλασικής» φιλολογίας και μετά το θάνατο του μεγάλου Ρόμαν Γιάκομπσον (Roman Jacobson), ενός σημαντικότατου θέματος ερεύνης: της συγκριτικής διερεύνησης των εκφραστικών αποθεμάτων των γλωσσών, θέματος σημαντικού για τη διαύγαση των οδών και των μέσων της κοινωνικο-ιστορικής δημιουργίας. Αυτή η παραμέληση μού φαίνεται συνδεδεμένη με έναν από τους σύγχρονους παραλογισμούς· ο φόβος να φανεί κανείς ότι προσδίδει ιδιαίτερο προνόμιο στην τάδε γλώσσα ή στον δείνα πολιτισμό, να δώσει λαβή στην κατηγορία του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού ή, horresco referens, του ευρωπαίο- ή του λογο-φαλλο-οντο κ.λπ.-κεντρισμού οδηγεί, υπό το απατηλό πρόσχημα της de iure ισότητος όλων των λαών, σε μια γλώσσα γενικευμένης ισοπέδωσης, σε μιαν άρνηση της συζήτησης των διαφορών κι ακόμη περισσότερο, των ετεροτήτων που διαμορφώνουν τον αβυθομέτρητο πλούτο της ανθρώπινης ιστορίας. Σαν να όφειλε κανείς να δεχθεί πρώτα την ισοδυναμία της «φιλοσοφίας» των Τασμανών και των Ελληνοευρωπαίων, για να έχει το δικαίωμα να καταδικάσει την εξόντωση των πρώτων από τους 'Αγγλους. Οι ανόητοι που κάνουν αυτού του είδους τους συλλογισμούς δεν βλέπουν καν ότι αποδέχονται στην πραγματικότητα το αξίωμα του «συλλογισμού» των υπερασπιστών της αποικιοκρατίας, ήτοι: εάν ένας πολιτισμός είναι «ανώτερος» άλλου, οι εκπρόσωποι του πρώτου έχουν το δικαίωμα κυριαρχίας επί (κι οριακά, της εξόντωσης) των εκπροσώπων του δευτέρου. Συνεπώς, προϋπόθεση της καταδίκης αυτής της κυριαρχίας ή της εξόντωσης είναι καταδίκη κάθε συγκριτικής μελέτης των πολιτισμών που θα κινδύνευε να καταλήξει σε «αξιολογικές κρίσεις» επί των μεν και των δε. Το παράλογο αυτού του ψευδο-συλλογισμού δεν έχει προφανώς τίποτα να κάνει με τις τεράστιες ενδογενείς δυσκολίες μιάς τέτοιας μελέτης, ούτε με το ζήτημα, που τοποθετείται σ' έν εντελώς άλλο επίπεδο, των πολιτικών επιλογών που θα πρέπει κατ' ανάγκη να κάνουμε μεταξύ των θεσμικών τύπων που οι διάφοροι πολιτισμοί δημιούργησαν. Το ότι διακηρύσσω τη σύνδεση μου με τα δημοκρατικά σπέρματα που δημιούργησε η ελληνο-ευρωπαϊκή παράδοση, δεν με υποχρεώνει καθόλου να δηλώσω ότι η αρχιτεκτονική μιας κοινωνίας με κάστες, όπως η ινδική, είναι κατώτερη της δυτικής· ούτε είμαι υποχρεωμένος, για να υποστηρίξω τα δικαιώματα των Αφρικανών, να αποδεχθώ τη νυμφεκτομή και την αιδοιορραφή των γυναικών σε πολλά μέρη της μαύρης ηπείρου. Όσο για το θεωρητικά κεφαλαιώδες ζήτημα της εσωτερικής αλληλεγγύης μεταξύ των διαφορετικών χώρων μιας πολιτισμικής δημιουργίας, αλληλεγγύης προφανούς κι αινιγματικής, τούτο δεν έχει άμεση πολιτική σπουδαιότητα, όπως το δείχνει η αμοιβαία γονιμοποίηση (ή μόλυνση ή διαφθορά) των πολιτισμών του πλανήτη στη σύγχρονη εποχή. Μπορούμε λοιπόν ν' αρχίσουμε μιά έρευνα για τις διαφορετικές οδούς που επέλεξε η ποιητική έκφραση στην αρχαία Ελλάδα και στη νεότερη Ευρώπη, χωρίς να φοβηθούμε ότι στην περίπτωση που θα μας οδηγούσε, όπερ αδ ύνατον, στο συμπέρασμα της «ανωτερότητας» των πρώτων επί των δευτέρων, θα ήμασταν αναγκασμένοι να εκστρατεύσουμε υπέρ της επανεγκαθίδρυσης της δουλείας. Μένει ο κίνδυνος, σε μια τέτοια έρευνα, να υποκύψουμε στις «υποκειμενικές» προτιμήσεις μας. Αυτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να παραμερισθεί, όταν πρόκειται περί θεμάτων «αισθητικής», ωστόσο είναι εν προκειμένω ασήμαντος, αφού δεν προτιθέμεθα να «αξιολογήσουμε» συγκριτικά την αρχαία και τη νεότερη ποίηση, αλλά να περιγράψουμε και ν' αναλύσουμε τα εκφραστικά μέσα της μεν και της δε.

Θα ξεκινήσω από μιά παρατήρηση του Αριστοτέλη στην "Ποιητική". Ο τραγικός ποιητής, λέγει, πρέπει να είναι περισσότερο μυθοποιός από μετροποιός, περισσότερο δημιουργός μύθων, ιστοριών, παρά δημιουργός μέτρων, στιχοπλόκος. Πιστεύω πως αυτό ισχύει όχι μόνον για την τραγική, αλλά για κάθε ποίηση. Ακόμη και στη λυρική ποίηση υπάρχει πάντοτε μύθος -προσπάθησα να το δείξω στην περίπτωση των τεσσάρων στίχων της Σαπφούς- δηλαδή μιά ιστορία, ένα ανάφορο (δημιουργημένο προφανώς από το ίδιο το ποίημα), ένα αντικείμενο που παρουσιάζεται και που «εκτυλίσσεται», έστω και αν η εκτύλιξη αυτή είναι βραχύτατη κι έστω αν το ανάφορο αυτό δεν είναι, όπως στην επική ποίηση ή την τραγωδία, σχηματισμένο από πράξεις, αλλά αφορά τα συναισθήματα, τη ψυχική κατάσταση του ποιητή. Η λυρική ποίηση δεν είναι καθαρό επιφώνημα, δεν περιορίζεται σε άχ! κι ώ. Έχει ένα αντικείμενο: τη ψυχολογική κατάσταση -παραστάσεις, αισθήματα, επιθυμίες- κι αυτό το αντικείμενο, έστω συλλαμβανόμενα σ' ένα «στιγμιότυπο», δεν μπορεί να εμφανισθεί σαν μιαν απόλυτη στιγμή, βρίσκεται σε κάποιον χρόνο, συλλαμβάνεται από αυτόν τον χρόνο, δημιουργεί, προς τα εμπρός και προς τα πίσω ένα χρόνο. Και το βρίσκουμε αυτό ακόμη και σε μια ποίηση όπως τα χάι-κου ή μερικά συντομότατα κινεζικά ποιήματα φτιαγμένα από μερικές λέξεις -ένα βουνό, μια λίμνη, ένα πουλί, η θλίψη· αυτή η φαινομενικά στατική παρουσίαση περιέχει μιά ελάχιστη κίνηση, και τούτο είναι ο μύθος της. Βέβαια, ως μύθο ο Αριστοτέλης εννοεί μιαν ανεπτυγμένη αφήγηση, μεταξύ όμως της ανεπτυγμένης αφήγησης και του απλού μέτρου υπάρχει ο χώρος του λυρικού αντικειμένου, που βρίσκεται ξεκάθαρα μέσα στο χρόνο.

Αλλά ο ποιητής δεν είναι μόνο μετροποιός και μυθοποιός, είναι και νοηματοποιός, εικονοποιός και μελοποιός. Το τελευταίο χρειάζεται μια διευκρίνιση. Ως μουσική δεν εννοώ μόνον την υλική μουσικότητα, τη ρυθμική μουσικότητα του μέτρου και την ηχητική μουσικότητα των λέξεων (και τα συμπαρομαρτούντα: παρήχηση, ομοιοκαταλήξεις ή απλώς μια ωραία «ενδογενή» ηχητικότητα), εννοώ τη μουσική του νοήματος που εκδηλώνεται όχι μόνο στο επίπεδο του μύθου, αλλά και στο επίπεδο του στίχου, της διαδοχής των λέξεων, όπως και στο επίπεδο της κάθε λέξης. Υπάρχει εμφάνιση κι άρθρωση των σημασιών· υπάρχει σημασία στο επίπεδο του μύθου, στην ιστορία που διαδραματίζεται, στο αντικείμενο που παρουσιάζεται συνολικά, αλλά υπάρχει κι άρθρωση στην κυριολεξία, παρόμοια μ' αυτή του σώματος, που υποδιαιρείται σε μέλη μη χωριστά, αλλά συνδεδεμένα σε μια συνεχή συνεργεία. Η υποδιαίρεση δε αυτή δεν είναι διαχωρισμός αυτής της συνολικής σημασίας στα μέρη του ποιητικού έργου, στις στροφές, στους στίχους, στις λέξεις. Υπάρχει παρουσίαση ενός ελάχιστου ποιητικού νοήματος στο επίπεδο της ίδιας της λέξης και βεβαίως, ακόμη περισσότερο, στο επίπεδο της συνάφειας, της σύνδεσης των λέξεων, στοιχεία πάντοτε ζωντανότερα ενός υπερκειμένου νοήματος. Αυτό το ελάχιστο νόημα της λέξης δεν παρουσιάζεται λογικά, ούτε απλώς περιγραφικά· εδώ όλες οι μεταφορές μας προδίδουν, διότι προδίδουν την ιδιαιτερότητα του ποιητικού έργου. Έτσι κι αλλιώς πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε και να πούμε ότι αυτό το minimum νόημα παρουσιάζεται συγχρόνως εικονιστικά και μουσικά. Για να μιλήσουμε για ποίηση είμαστε υποχρεωμένοι να μεταχειρισθούμε μεταφορές που προέρχονται από τη μουσική και τη ζωγραφική· όπως, για να μιλήσουμε για μουσική ή ζωγραφική, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μεταφορές που προέρχονται από την ποίηση, τη ζωγραφική και τη μουσική. Είναι ο κύκλος της καλλιτεχνικής δημιουργίας· δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ποίηση, για μουσική ή για ζωγραφική με μεταφορές γεωμετρίας ή φυσικής. Τα μνημονεύουμε αυτά εδώ, διότι πρέπει να κατανοήσουμε σε τι συνίσταται αυτό που δε μπορούμε να αποκαλέσουμε αλλιώς παρά μόνο μουσικότητα του νοήματος. Αν σ' όσα ακολουθούν φαίνεται ότι προτιμώ τη μουσική μεταφορά, τούτο γίνεται διότι η ζωγραφική μεταφορά είναι κατάλληλη μόνο στις περιπτώσεις όπου η ποιητική έκφραση αναφέρεται σε κάποιο «εξωτερικό» αντικείμενο, και κυρίως διότι η ζωγραφική, εν αντιθέσει προς τη μουσική, δεν παρουσιάζει τη χρονική εκτύλιξη που δίνει ψυχή στο ποίημα.

Στο επίπεδο του μύθου, όπως στο επίπεδο των μέτρων, δηλαδή των στίχων, συναντούμε πάντα δύο διαστάσεις. Ο μύθος μπορεί να προβληθεί στο επίπεδο μιας ιστορίας, αυτού που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διήγησης, της «αφήγησης». Είναι αυτό που κάνουν π.χ. οι σχολιαστές, που μας δίδουν, στην αρχή των χειρογράφων των αρχαίων τραγωδιών, τις υποθέσεις των έργων, μια περίληψη του σε τηλεγραφικό ύφος. Παράδειγμα:

«Αποθανόντα Πολυνείκη εν τω προς τον αδελφόν μονομαχίω

Κρέων άταφον εκβαλών κηρύττει μηδένα αυτόν θάπτειν, θάνατον την

ζημίαν ποιήσας. Τούτον Αντιγόνη η αδελφή θάπτειν πειράται. [...]»

Μπορεί επίσης ο μύθος να προβληθεί στη διάσταση της σημασίας· αυτό

προσπαθούμε να εξαγάγουμε, όταν αναλύουμε το περιεχόμενο, το νόημα

της ιστορίας. Ένας μύθος που θα ήταν δυνατόν να προβληθεί καθ' ολοκληρία στον άξονα της αφήγησης θα είχε οριακά μηδενική σημασία, θα ήταν η «ιστορία ιστορημένη από έναν ανόητο, δίχως κανένα νόημα», ή κάποιο ασήμαντο γεγονός καταχωρημένο στα «ψιλά». Ένας μύθος εξ ολοκλήρου προβεβλημένος στον άξονα της σημασίας θα ήταν ένα είδος φιλοσοφικού συστήματος, π.χ. το σύστημα του Σπινόζα, κι ασφαλώς όχι ποίημα. Ένα ποίημα, όπως μιά τραγωδία, εκτυλίσσεται πάντοτε στις δύο διαστάσεις. Αυτό που εξετάζομε εδώ δεν είναι ο μύθος, αλλά το μέτρον, ο «στίχος» ή οι «στίχοι», ουσιώδεις υπομονάδες για την πραγματοποίηση της ποιητικής σημασίας. Κι εδώ επίσης έχομε δύο διαστάσεις. Όπως είπαμε, υπάρχει η «υλική» μουσικότητα, φωνητική και ρυθμική. Αυτό όμως που εδώ μας ενδιαφέρει είναι η σημασιακή μουσικότητα· υπάρχει ταυτοχρόνως μελωδία και αρμονία νοήματος.

Η μελωδία του νοήματος είναι η συνύφανση της «ανόδου-καθόδου» στο κλειδί της σημασίας και στο επίπεδο της έντασης. Η σημασία της κάθε λέξης τροποποιεί τη σημασία του στίχου, όσο αυτός ξετυλίγεται· οι παραλλαγές οξύτητος ή εντάσεως της έκφρασης δημιουργούν μιά μορφή, ένα pattern. Ιδού η άνοδος εντάσεως στους στίχους:


Plonger au fond du gouffre, Enfer ou Ciel qu' importe!

Au fond de l' Inconnu pour trouver du nouveau!



Βυθίσου στο βάθος του βαράθρου, Κόλαση, Ουρανός -αδιάφορο!

Στο βάθος του Αγνώστου, για να βρεις το Καινούργιο!



ή η εξακολουθητική άνοδος:



Demain c' est le cheval qui s' abat blanc d' écume,

Demain...



Αύριο, είναι το άλογο που καταρρέει άσπρο απ' τους αφρούς

Αύριο...



που σταματά βιαίως με την άπειρη πτώση του:



Demain, c' est le tombeau.



Αύριο είναι ο τάφος.



Η μελωδία του νοήματος είναι η οριζόντια σχέση των νοημάτων και των εντάσεων των κατ' ιδίαν λέξεων στη διαδοχή τους, που ήδη περιέχει εν εαυτή μιά αρμονική συνιστώσα. Διότι όπως, όταν ακούμε το τέλος μιας μελωδίας, η μουσική της ουσία περιλαμβάνει ό,τι προηγήθηκε, έτσι κι η εκτύλιξη του νοήματος σε μιά ποιητική φράση, η οποία εκτύλιξη συνίστα καθ' εαυτήν μιά χρονική μορφή, καταλήγει σε ένα τέλος που είναι αυτό που είναι σε συνάρτηση με ό,τι προηγήθηκε. Η εκφράση αρμονία νοήματος, εν στενή εννοία, φαίνεται σαν μη λογική, αφού αρμονία είναι η συνήχηση περισσοτέρων φωνών, το δε ποίημα -και γενικότερα η γλωσσική εκφράση- φαίνεται μονωδικό. Υπάρχει ωστόσο αρμονία, διότι υπάρχουν αρμονικοί τής σημασίας των λέξεων. Όταν χτυπάμε ένα πλήκτρο πιάνου ή μιά χορδή βιολιού, ένα ντο ή ένα σολ, δεν ακούμε μόνο αυτόν τον τόνο, αλλά συγχρόνως τους αρμονικούς του, την οκτάβα, την υπερκείμενη πέμπτη κ.λπ. Είναι εκείνο που συντελεί στο ηχητικό χρώμα και στον ηχητικό πλούτο του κάθε οργάνου. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως αρμονικούς μιας λέξης ό,τι αυτή η λέξη κατορθώνει να θέσει σε ήχο. Μια λέξη είναι αυτή που είναι, από την άποψη του νοήματος, μέσω όλων των αρμονικών της, των ηχήσεων και συνηχήσεών της, αυτών που αποκαλούνται κατά παράδοση συνδηλώσεις, ό,τι συνοδεύει και σ' ό,τι παραπέμπει. Τούτο είναι βεβαίως αξεχώριστο από τον ακροατή, από το συγκεκριμένο ακροατήριο· είναι όμως επίσης και κυρίως, «απρόσωπα» κατατεθειμένο μες στη γλώσσα. Μια λέξη λειτουργεί μες στη γλώσσα ακριβώς μέσω των απεριόριστων παραπομπών της, καθεμία εκ των οποίων κινητοποιεί άλλες παραπομπές. Ο αρμονικός πλούτος ενός στίχου αποτελείται από τον πλούτο των παραπομπών των λέξεων που τον αποτελούν.
Τούτο ισχύει για την ποίηση εν γένει, ανεξάρτητα γλώσσας που εκφράζεται. Κείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι μια ειδοποιός διαφορά, σχετική με την «επιλογή» του τρόπου εκφραστικότητας της μουσικής σημασιολογίας, μεταξύ αρχαίας ελληνικής και νεότερης ευρωπαϊκής ποιήσεως. Αυτή η διαφορά φαίνεται συνδεδεμένη με μιαν ιδιότητα της αρχαίας ελληνικής, ιδιότητα που έχει κοινή πιθανώς μ' όλες τις γλώσσες που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πρωταρχικές, σ' αντίθεση με τις γλώσσες που μπορούμε να ονομάσουμε δευτερογενείς. Υπάρχει στα αρχαία ελληνικά μιά πρωταρχική πολυσημία των λέξεων, μια πολλαπλότητα σημασιών, που δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα των συνδηλώσεων ή των αρμονικών, αλλ' αντιστοιχεί σε φάσματα σημασιακά, με τη φυσικομαθηματική έννοια του φάσματος. Στα αρχαία ελληνικά συγκατοικούν στην ίδια λέξη, και σε αναλογία ποιοτικά άλλη από τις

ευρωπαϊκές γλώσσες που κάπως γνωρίζω, νοήματα διαφορετικά, άλλοτε παράγωγα τα μεν των δε, άλλοτε απλώς συγγενή. Αυτή η τελευταία διάκριση πρέπει άλλωστε να σχετικοποιεί, έστω διότι θα είναι συχνά αδύνατον να αποφασίσουμε αν τα συγγενή νοήματα προέρχονται ή όχι από κάποια αρχαιότατη παραγωγή, της οποίας δεν υφίστανται πλέον ίχνη. To Vocabulaire του Μπενβενίστ (Benveniste) μας παρέχει άφθονη ύλη που καλύπτει άλλωστε ακριβώς τις περισσότερες «πρωτογενείς» ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ελληνικοί όροι, όπως είναι, λόγος, φαίνεσθαι και τόσοι άλλοι, φαίνεται ότι ενσάρκωσαν ήδη στην απαρχή της γλώσσας και χωρίς να μπορούμε να αποφασίσουμε περί κάποιας παραγωγής, μια δέσμη σημασιών, που μέσα τους φαίνεται αδύνατον να καθορισθεί μια εσωτερική γενετική τάξη.

Ας προσθέσουμε σ' αυτό έν άλλο γεγονός, εξίσου σημαντικό. Ακόμη και στα παραδείγματα παραγωγής, οι εσωτερικές συνδέσεις των όρων του λεξιλογίου είναι αμέσως ορατές, τις ψηλαφούμε σχεδόν, ενώ τούτο δεν συμβαίνει παρά σε ολιγάριθμες και σχεδόν περίπου ασήμαντες περιπτώσεις στις δευτερογενείς γλώσσες. Είδαμε παραπάνω τα παραδείγματα σελάννα κι ώρα στη Σαπφώ, γέλασμα στον Αισχύλο, έργον στον Ηρόδοτο. Ας θεωρήσουμε, εξ αντιθέσεως, τις λέξεις lune στα γαλλικά, moon στ' αγγλικά. Καμιά τους δεν είναι φορτισμένη με κάποια λεξιλογική συγγένεια, οι συνδηλώσεις τους είναι είτε πραγματικές είτε λογοτεχνικές· οι λέξεις αυτές δεν παραπέμπουν σε κάποια κοινή μήτρα νοήματος, που απ' αυτή θα ξεπηδούσε φάσμα σημαινόντων και σημαινόμενων. Lune στα γαλλικά είναι από αυτήν την άποψη, αν μπορούμε να πούμε, ανόργανο, η λέξη έπεσε στα γαλλικά διότι τα λατινικά λέγανε luna, όπως το moon έπεσε στ' αγγλικά από τη γερμανική ρίζα της λέξης Mond. Ας σημειώσουμε ότι και το τελευταίο είναι εξίσου «ανόργανο» σήμερα στα γερμανικά.

Αυτή η πρωταρχική αδιαίρετη πολυσημία στα αρχαία ελληνικά δεν αποτελεί ασφαλώς προνόμιο αυτής της γλώσσας. Κρίνοντας έστω κι από τα παραδείγματα που βρίσκουμε στο βιβλίο του Μπενβενίστ, φαινόμενα του ίδιου τύπου απαντούν στα σανσκριτικά ή στα αρχαιά ιρανικά, όπως και στα αρχαία γερμανικά. Σε ποιο μέτρο χρησιμοποιήθησαν ενεργώς στην ποίηση αυτών των γλωσσών, ανήκει στην αρμοδιότητα των μελετητών τους να το πουν. Υπάρχει τέλος στα αρχαία (όπως επίσης και στα νέα) ελληνικά μια τεράστια ελεύθερη λεξιλογική παραγωγικότητα. Μπορεί κανείς να δημιουργήσει λέξεις, και δημιουργούνται λέξεις, από τον Όμηρο ως τον 4ο αιώνα και μετά, με αφετηρία τις ενδογενείς δυνατότητες της γλώσσας και τους δεδομένους με τη γλώσσα κανόνες σχηματισμού των λέξεων, σε μία κλίμακα ασυγκρίτως ευρύτερη από αυτήν των συγχρόνων ευρωπαϊκών γλωσσών. Η χρήση προθεμάτων και επιθεμάτων, η δημιουργία ρημάτων από ουσιαστικά ή επίθετα και το αντίστροφο, η σύνθεση τους, δεν έγιναν άπαξ δια παντός, αλλά μέσα σε μιά συνεχιζόμενη διαδικασία. Τούτο δεν αποκλείει τη συζήτηση και την κριτική στάση. Ο Αριστοφάνης στους "Βατράχους" ασκεί κριτική στον Αισχύλο -που χειρίζεται τη γλώσσα όπως ο μαρμαράς που αφαιρεί ογκόλιθους από το λατομείο- αποδίδοντας αυτήν την κριτική στον Ευριπίδη, που τον κατηγορεί ότι κατασκευάζει λέξεις σαν βουνά κι ότι τον διακρίνει μεγαλοστομία, ενώ αυτός, ο Ευριπίδης, μιλεί τη γλώσσα του καθενός.

Αυτοί οι τρόποι παραγωγής, με την ευρύτατη έννοια, φαίνονται παγιωμένοι στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες ή σπανιότεροι. Η ακαμψία της ακαδημαϊκής γαλλικής αποτελεί σχεδόν καρικατούρα από αυτήν την άποψη. Η οργιαστική χλιδή της γλώσσας του Ραμπελαί (Rabelais) αφανίστηκε από τους Μαλέρμπ (Malherbe), Μπουαλώ (Boileau) και τη Γαλλική Ακαδημία. Ο τρόπος σύνθεσης παραμένει αριθμητικά σημαντικός στα γερμανικά, αλλά φαίνεται περιορισμένος στη διοικητική, πρακτική ή επιστημονική γλώσσα· δε βρίσκω παρά ελάχιστες σύνθετες λέξεις στους Χέλντερλιν (Hölderlin), Γκεόργκε (George) ή Ρίλκε (Rilke). Η παραγωγή ρημάτων από ουσιαστικά, ή το αντίστροφο, εξακολουθεί πάντα στ' αγγλικά, όμως μένει περιορισμένη στη δημοσιο-γραφο-διοικητική ή τεχνική ιδιόγλωσσα. Ο νεότερος Ευρωπαίος ποιητής δεν αφοπλίστηκε προφανώς, ούτε κατέστη κατώτερος από αυτή την κατάσταση, οδηγήθηκε στη δημιουργία άλλου τύπου εκφραστικών μέσων. Η σχετικώς ευπρόσωπη περιγραφή τους θ' απαιτούσε τη συγγραφή ενός συγγράμματος ευρωπαϊκής ποιητικής (εννοώ, δυτικής) σε αμέτρητους τόμους.

Προσπάθησα παραπάνω, μιλώντας για τον μονόλογο του Μάκβεθ, να βρω κάποιον απ' αυτούς που τον ονόμασα αναπτυγμένη μεταφορά. Δεν πρόκειται προφανώς για τη «στοιχειώδη» μεταφορά που υπάρχει παντού και πάντοτε ευθύς ως υπάρχει γλώσσα, αφού κάθε γλωσσική εκφράση είναι πάντοτε μεταφορική/μετωνυμική και γενικότερα τροπική. Ούτε για την «ποιητική εικόνα» -σύγκριση, αναλογία, αλληγορία κ.λπ.- που μπορεί να εκταθεί σε περισσότερους στίχους, όπως τόσο συχνά στον Όμηρο. Οι τρεις «εικόνες» που παρουσιάζονται από τον Σαίξπηρ στο παράθεμα που συζήτησα επικοινωνούν εσωτερικά, περνούν η μια στην άλλη σε μία άνοδο εικονοποίησης/παρουσίασης, παραπέμπουν συγχρόνως στο ανάφορό τους και καθεμιά στην άλλη, εμπλουτιζόμενες ως την τελική ακμή.

Αν κάτι πρέπει να προκαλέσει τον θαυμασμό μας, είναι η πολλαπλότητα των οδών, των οποίων η δημιουργός δύναμις των ποιητών μπόρεσε να προκαλέσει την ανάδυση σε διαφορετικές γλώσσες, για ν' αγγίσει την εντονότερη εκφραστικότητα της σημασιακής μουσικότητας στην ποίηση, θαυμασμό που νιώθουμε πρώτ' απ' όλα μπροστά στα μέσα, το δυναμικό που υποκρύπτει καθεμιά από αυτές τις γλώσσες, δημιουργία κάθε φορά μιας κοινωνίας άλλης, ενός ανώνυμου συλλογικού άλλου.